δύσπεπτος

From LSJ

Ἐν νυκτὶ βουλὴ τοῖς σοφοῖσι γίγνεται → A nocte sapiens capere consilium solet → Die Weisen überkommt des Nachts ein guter Plan

Menander, Monostichoi, 150
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠ́σπεπτος Medium diacritics: δύσπεπτος Low diacritics: δύσπεπτος Capitals: ΔΥΣΠΕΠΤΟΣ
Transliteration A: dýspeptos Transliteration B: dyspeptos Transliteration C: dyspeptos Beta Code: du/speptos

English (LSJ)

δύσπεπτον,
A hard to digest, Arist.GA776a12, al., Nicom.Com.1.31, Dsc.1.125; refusing to be assimilated, Pl.Ti.83a.
2 unripe, v.l. ap.Sch. in Nic.Al.297.

Spanish (DGE)

-ον
I 1fisiol. de cocción difícil ref. humores en el organismo, Pl.Ti.83a ἰκμάς Arist.GA 776a12, cf. 766b36
inmaduro, poco formado o sin formar νούσῳ δαμναμένη δύσπεπτον ὑπὲκ γόνον ἔκχεε γαίῃ Nic.Al.297 (var.), semillas, Thphr.CP 2.17.7.
2 medic. indigesto, que se digiere mal βοὸς κρέα ἰσχυρὰ ... καὶ δύσπεπτα Hp.Vict.1.46, cf. Mnesith.Ath.37.2, D.S.1.35, μῆλα γλυκέα Hp.Vict.1.55, αἱ ῥίζαι πᾶσαι Mnesith.Ath.25.6, βρώματα Erasistr.247, Nicom.Com.1.31, τῇ τῶν νοσούντων διαίτῃ ... τὰ εὔπεπτα καὶ δύσπεπτα Plu.2.662f, cf. Arist.Pr.863b4, κάρυα βασιλικά Dsc.1.125, αἱ ῥεφανῖδες Sor.1.17.133, τὸ ὄσπριον Clem.Al.Strom.3.3.24, παχύχυμον ἔδεσμα ... καὶ δύσπεπτον ... ἅπας ἐγκέφαλος Gal.6.676, ζῴων ὄρχεις Gal.6.676, τὰ ... ὑγρά Arist.Pr.873a10, ὁ δὲ μέλας (οἶνος) Dsc.5.6.2, κεράτια Paul.Aeg.1.81.3.
II adv. δυσπέπτως = sin cocción, en crudo τὰ ... χλωρὰ φύλλα καὶ τὰ φλεγμαίνοντα μόρια δ. ὀνίνησιν ἔξωθεν καταπλασσόμενα Gal.11.851.

German (Pape)

[Seite 687] 1) schwer zu verdauen, Plat. Tim. 83 a; Diosc. – 2) unreif. Nic. Al. 297, γόνος, vom nicht ausgebrüteten Ei.

Russian (Dvoretsky)

δύσπεπτος: трудно перевариваемый, неудобоваримый Plat., Arst., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

δύσπεπτος: -ον, δυσκολοχώνευτος,Ἀριστ. π. Γεν. Ζ. 4, 7, 6, κ. ἀλλ., Νικόμ. Εἰλειθ. 1. 31· ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἀφομοιώσῃ, Πλάτ. Τιμ. 82Α. 2) ἄωρος, Νίκ. Ἀλ. 297.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δύσπεπτος, -ον)
αυτός που χωνεύεται δύσκολα, δυσκολοχώνευτος («τα θαλασσινά είναι δύσπεπτα»)
αρχ.
1. αυτός που δεν αφομοιώνεται («ὅσον μὲν οὖν ἄν παλαιότατον ὄν τῆς σαρκὸς τακῇ, δύσπεπτον γιγνόμενον», Πλούτ.)
2. αυτός που ωριμάζει δύσκολα, άγουρος ακόμη
3. (για φύματα) αυτός που δύσκολα διαπυείται.