κατανέμησις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A pasturage, διὰ τῶν προβάτων PRyl.141.16 (i A.D.), cf. Sch.Pi.O.7.61.
German (Pape)
[Seite 1365] ἡ, = κατανομή, Schol. Pind. Ol. 7, 61.
Greek (Liddell-Scott)
κατανέμησις: -εως, ἡ, = κατανομή, Σχόλ. εἰς Πινδ. Ο. 7. 61.
Greek Monolingual
κατανέμησις, ἡ (Α)
η βοσκή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατανέμω με την αρχ. σημ. «βόσκω τα πρόβατα»].