βοσκή

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βοσκή Medium diacritics: βοσκή Low diacritics: βοσκή Capitals: ΒΟΣΚΗ
Transliteration A: boskḗ Transliteration B: boskē Transliteration C: voski Beta Code: boskh/

English (LSJ)

ἡ, fodder, food, pasturage, A.Eu.266 (lyr.); πέτεσθαι ἐπὶ βοσκήν Arist. H A624a27, cf. PLond.5.1692 (vi A. D.): pl… μήλων τε βοσκάς A.Fr.44.5, cf. E.Hel.1331 (lyr.).

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
• Alolema(s): dór. -ά A.Eu.266
pasto, alimento para anim. (γαῖα) τίκτεται ... μήλων βοσκάς A.Fr.44.5, cf. E.Hel.1331, οἱ δὲ βασιλεῖς οὐ πέτονται ἔξω οὔτ' ἐπὶ βοσκὴν οὔτ' ἄλλως Arist.HA 624a27, εἰς βοσκήν para pasto, dedicado a pasto, PMasp.240.4 (VI d.C.), PLond.1692a.16, b.15 (VI d.C.)
fig. dicho por una de las Erinis βοσκὰν φεροίμαν πώματος δυσπότου A.Eu.266.

German (Pape)

[Seite 454] ἡ, Futter, Weide, Aesch. Eum. 256; Eur. Hel. 1347; Arist. H. A. 9, 4.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
c. βόσις.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βοσκή -ῆς, ἡ βόσκω voer, voedsel.

Russian (Dvoretsky)

βοσκή: ἡ тж. pl. Aesch., Eur., Arst. = βόσις.

Greek (Liddell-Scott)

βοσκή: ἡ, τροφὴ (τῶν ζῴων), Αἰσχύλ. Εὐμ. 266· πέτεσθαι ἐπὶ βοσκὴν Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 9. 40, 12· κατὰ πληθ., μήλων τε βοσκὰς Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 41, πρβλ. Εὐρ. Ἠλ. 1331.

Greek Monolingual

η (AM βοσκή) βόσκω
1. χορτάρι, νομή
2. βοσκότοπος, λιβάδι
μσν.- νεοελλ.
1. κοπάδι
2. βόσκηση.

Greek Monotonic

βοσκή: ἡ (βόσκω), σανός, ξηρά ζωοτροφή, σε Αισχύλ., Ευρ.

Middle Liddell

βόσκω
fodder, food, Aesch., Eur.