ητος, ἡ,
A childhood, Aq.Ps.109(110).3.
[Seite 440] ητος, ἡ, Knabenalter, Sp.
παιδιότης: -ητος, ἡ, παιδικὴ ἡλικία, Ἀκύλ. Ψαλμ. ΡΘ΄, 3.
παιδιότης, -ητος, ἡ (Α) παιδίον ἡ (Α) παιδίονη παιδική ηλικία.