ἡλικία

From LSJ

δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡλῐκία Medium diacritics: ἡλικία Low diacritics: ηλικία Capitals: ΗΛΙΚΙΑ
Transliteration A: hēlikía Transliteration B: hēlikia Transliteration C: ilikia Beta Code: h(liki/a

English (LSJ)

Ion. ἡλικίη, Dor. ἁλικία, ἡ, (ἧλιξ)
A time of life, age, ἤν πως ἡλικίην αἰδέσσεται ἠδ' ἐλεήσῃ γῆρας Il.22.419; γηραιὸν μέρος ἁλικίας Pi.P.4.157; παρὰ τὸν ἁλικίας ἐοικότα χρόνον Id.O.4.29; τήνδ' ἡ. ἀστῶν, i.e. their old age, A.Pers.914: acc. used adverbially, in age, νέος ἡλικίην Hdt.3.134; ἐτέων ἐὼν ἡλικίην πέντε καὶ τριήκοντα Id.1.26, cf. X.Cyn.2.3: so in dat., ἡλικίᾳ ἔτι τότε ὢν νέος Th.5.43; προεληλυθότες ταῖς ἡ. X.HG6.1.4; also ὑπὸ τῆς ἡλικίας from our age, Pl.La.180d; αἱ δι' ἡλικίαν ἄτοκοι Id.Tht.149c; οἱ ἐν τῇ αὐτῆ ἡ. Th.1.80; τὸ ἀχρεῖον τῆς ἡλικίας Id.2.44; ὅταν.. τοῦ γεννᾶν ἐκβῶσι τὴν ἡ. Pl.R. 461b; πόρρω τῆς ἡλικίας = to an advanced age, Id.Grg.484c; προήκων ἐς βαθὺ τῆς ἡλικίας Ar. Nu.514; προϊούσης τῆς ἡλικίας, Pl.Phdr.279a; ὁ παρ' ἡλικίαν νοῦς = beyond one's age, Men.Mon.690: in plural, ἐν ἁπάσαις ταῖς ἡ. Pl.R. 412e, cf. Lg. 625b, al.
2 prime of life, manhood, ἐν ἁλικίᾳ πρώτᾳ Pi.N.9.42; αὐτὴ ἡ ἡ. τῶν νέων κατέκρινε Antipho 4.4.2; ἡλικίαν ἔχειν, εἰς ἡλικίαν ἐλθεῖν, ἀφικέσθαι, Pl.Euthd.306d, Tht.142d, Men.89b; ἡλικίην ἔχειν c. inf., to be of fit age for doing, Hdt.1.209, cf. Pl.Tht.146b; ἡλικίας μετέχειν Th.7.60; οἱ ἐν τῇ ἡλικίᾳ = men of military age, Id.8.75; ἐν ἡλικίᾳ στρατεύεσθαι D.4.7; ἐστρατευμένος ἁπάσας τὰς ἐν ἡλικίᾳ στρατείας Id.21.95; οἱ τῆς ἡ. ἐντὸς γεγονότες Lys.2.50; ἡ καθεστηκυῖα ἡλικία = maturity, Th.2.36, cf. IG12(7).239.21 (Amorgos); of women, womanhood, marriageable age, Hp.Prorrh.2.30, D.59.22; αἱ ἐν ἡ. γυναῖκες Pl.R. 461b; τὴν ἡλικίαν τὴν ἑαντοῦ καταμεμψάμενος Is.7.14: in plural, οἱ ταῖς ἡ. οὐ καλῶς κεχρημένοι Aeschin.1.194.
3 youthful passion, ἡλικίῃ καὶ θυμῷ ἐπιτρέπειν Hdt.3.36; εἴκειν Id.7.18.
4 maidenhood, τὴν ἡ. οὐ καλῶς διαφυλάξασαν Aeschin.1.182.
II as collective Noun, = οἱ ἥλικες, those of the same age, comrades, ὃς ἡλικίην ἐκέκαστο ἔγχεϊ Il.16.808, cf. Pi.P.1.74; esp. those of military age, τῆς ἡ. ἀπούσης ἐν ταῖς ναυσί Lys.2.49, cf. Th.3.67, 8.1, etc.; also, men of any age, παίδων τε καὶ ἀνδρῶν καὶ πάσης ἡλικίας Pl.Lg.959e.
III time, ταῦτα ἡλικίην ἂν εἴη κατὰ Λάϊον about the time of Laius, Hdt.5.59, cf. 60, 71; ἡ. τετρακοσίοισι ἔτεσι.. πρεσβυτέρους Id.2.53.
IV age, generation, ἐπὶ τῆς νῦν ἡ. Isoc.4.167; πρὸ τῆς ἡμετέρας ἡ. Din. 1.38; εἰς τὴν νῦν ζῶσαν ἡ. D.60.11; πολλαῖς ἔμπροσθεν ἡ. Plu.Per. 27, cf. D.L.5.37.
V of the body, stature, as a sign of age, Hdt. 3.16, Pl.Euthd.271b, D.40.56; τῇ ἡ. μικρός Ev.Luc.19.3 (but προσθεῖναι ἐπὶ τὴν ἡ. πῆχυν ἕνα add a cubit to one's age (cf. πήχυιος), Ev.Matt.6.27); ἄνδρας ἡμισταδιαίους τὰς ἡ. Luc.VH1.40; height of a pillar, Id.Syr.D.28.

German (Pape)

[Seite 1161] ἡ, das Lebensalter; ἤν πως ἡλικίην αἰδέσσεται ἠδ' ἐλεήσῃ γῆρας Il. 22, 419, wo also das Greisenalter gemeint ist, wie ὑπὸ τῆς ἡλικίας Plat. Lach. 180 d; ληρεῖν ὑφ' ἡλικίας Luc. de laps. in salt. 1 (s. auch unten); ἁλικίας γηραιὸν μέρος Pind. P. 4, 157; aber auch ἐν ἁλικίᾳ πρώτᾳ, N. 9, 42; πολιαὶ θαμὰ καὶ παρὰ τὸν ἁλικίας ἐοικότα χρόνον Ol. 4, 29; ἐπεὶ δὲ ἔχοιεν τὴν ἡλικίαν, ἥνπερ σὺ νῦν ἔχεις ἤδη Xen. Cyr. 1, 6, 34; vgl. Her. ἐτέων ἐὼν ἡλικίην πέντε καὶ τριήκοντα, fünfunddreißig Jahre alt, 1, 26; allgemein, ταῦτα ἡλικίην ἂν εἴη κατὰ Λάϊον 5, 59, dies dürfte dem Alter nach zur Zeit des Laios geschehen sein; 5, 60; οἱ ἐν τῇ αὐτῇ ἡλικίᾳ, die in demselben Alter stehenden, Thuc. 1, 80; Folgde. Besondere Bestimmungen sind: ἡλικίαν ἔχων τὴν ἄρτι ἐκ παίδων, Xen. Hell. 5, 4, 25; τοὺς μὲν προεληλυθότας ἤδη ταῖς ἡλικίαις, τοὺς δ' οὔπω ἀκμάζοντας, 6, 1, 4; ἡλικίᾳ ἔτι παῖς ὤν, Thuc. 5, 43. Gew. das Alter männlicher Reise, das kräftigste Alter, wie ἥβη, vom 18. bis 50. Jahre, Her. 3, 36. 7, 18, οἱ ἐν τῇ ἡλικίᾳ, Thuc. 8, 75; vgl. Dem. 1, 28; Plut. Them. 10; Plat. Phaedr. 255 a; ἐντὸς τῆς πρεπούσης ἡλικίας Tim. 18 d; πόῤῥω τῆς ἡλικίας, über das Jugendalter hinaus, Gorg. 484 c; οὔπω ἐν ἡλικίᾳ ἦν Charm. 154 a; εἴπερ εἰς ἡλικίαν ἔλθοι Theaet. 142 d; ἐν ἡλικίᾳ ὄντες μέσῃ τε καὶ καθεστηκυίᾳ, im gesetzten Alter, Ep. III, 316 c; vgl. Thuc. 2, 36. Von höherem Alter, προϊούσης τῆς ἡλικίας Plat. Phaedr. 279 a; προήκων εἰς βαθὺ τῆς ἡλικίας Ar. Nubb. 513; – οἱ τῆς ἡλικίας ἐντὸς γεγονότες Lys. 2, 50; öfter bei den Rednern; allgemein, τὰ μικρὸν πρὸ τῆς ἡμετέρας ἡλικίας γεγενημένα Din. 1, 38; ἐπὶ τῆς νῦν ἡλικίας Isocr. 4, 167; ἕως εἰς τὴν νῦν ζῶσαν ἡλικίαν ὁ χρόνος προήγαγεν ἡμᾶς Dem. 60, 11, bis zu dem heutigen Menschengeschlecht, collectivisch wie die unten folgenden Beispiele; daher Menschenalter, πολλαῖς ἔμπροσθεν ἡλικίαις τοῦ πολέμου Plut. Pericl. 27; mit Bestimmungen, wie ἡλικίαν εἶχεν ἀνδρὶ συνοικεῖν Is. 2, 4, heirathsfähiges Alter, wofür Plut. Rom. 21 αἱ ἐν ἡλικίᾳ γυναῖκες sagt; Dem. 59, 22 νεωτέρα οὖσα διὰ τὸ μήπω τὴν ἡλικίαν αὐτῇ παρεῖναι; Aesch. 1, 182 τὴν θυγατέρα διεφθαρμένην καὶ τὴν ἡλικίαν οὐ καλῶς διαφυλάξασαν μέχρι γάμου, worauf §. 194 folgt ταῖς ἡλικίαις καὶ τοῖς ἑαυτῶν σώμασιν οὐ καλῶς κεχρημένοι. – Als Collectivum, die Menschen eines gewissen Alters, bes. die waffenfähige Mannschaft, ὃς ἡλικίην ἐκέκαστο Il. 16, 808; ἀστῶν Aesch. Pers. 878; Thuc. 3, 67; ἡλικίας οἵαν οὐχ ἑτέραν ἑώρων ὑπάρχουσαν 8, 1; πᾶσα ἡλικία Plat. Legg. XII, 959 e; Lys. 2, 49 u. Folgde, wie Plut. Fab. 14; dah. Zeitgenosse u. Zeitalter, s. oben. – Auch körperlich wird es von Größe, Wuchs gebraucht, wie man Dem. 40, 56 erkl.: ἧς τῇ μὲν φύσει πατήρ εἰμι, τὴν δ' ἡλικίαν αὐτῆς εἰ ἴδοιτε, οὐκ ἂν θυγατέρα μου, ἀλλ' ἀδελφὴν εἶναι αὐτὴν νομίσαιτε; eigtl. aber nur das Alter, so weit man es im Aeußern erkennen kann u. es nach dem Aeußern beurtheilt, vgl. Her. 3, 16. Aber Luc. V. Hist. 1, 40 sagt ἄνδρας μεγάλους ὅσον ἡμισταδιαίους τὰς ἡλικίας; vgl. Plut. Philop. 11; u. so im N.T. προσθεῖναι ἐπὶ τὴν ἡλικίαν πῆχυν ἕνα, Hatth. 6, 27; Hesych. erkl. μέγεθος σώμα τος, μέτρον τι. Sogar von Säulen, Luc. D. Syr. 28.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
I. propr. âge, temps de la vie, d'où
1 la force de l'âge, la jeunesse : νέος ἡλικίην HDT jeune ; ἡλικίᾳ ἔτι τότε ὢν νέος THC étant alors encore jeune ; ἐν τῇ ἡλικία THC (les hommes) dans la force de l'âge ; εἰς τὴν ἡλικίαν ἀφικέσθαι PLAT être arrivé à l'adolescence ; ἐν ἡλικίᾳ γενόμενος XÉN parvenu à l'adolescence ; au sens mor. âge des passions, fougue de la jeunesse;
2 rar. la vieillesse : προεληλυθὼς τῇ ἡλικίᾳ XÉN étant avancé en âge ; ληρεῖς ὑφ' ἡλικίας LUC l'âge (càd la vieillesse) te fait radoter;
3 âge ; au sens collect. c. ἥλικες, ceux du même âge, particul. les jeunes gens ou les hommes qui ont l'âge du service militaire;
II. p. ext. période de temps, d'où
1 âge, temps, époque : ἡλικίην κατὰ Λάϊον HDT, ἡλικία κατὰ Οἰδίπουν HDT au temps de Laïos, d'Œdipe;
2 siècle, génération : ἡ νῦν ζῶσα ἡλικία DÉM la génération présente ; πολλαῖς ἔμπροσθεν ἡλικίαις PLUT beaucoup de générations ou de siècles auparavant;
III. croissance, développement, comme signe de l'âge ; grandeur, haute stature.
Étymologie: ἡλίκος.

Russian (Dvoretsky)

ἡλῐκία: ион. ἡλικίη, дор. ἁλικία
1 возраст: νέος ἡλικίην Her. и ἡλικίᾳ Thuc. молодой; πόρρω τῆς ἡλικίας Plat. в немолодом (в пожилом) возрасте;
2 возмужалость, юность, зрелый возраст (приблиз. от 18 до 50 лет): ἐν τῇ ἡλικίᾳ Plat. в молодом возрасте (во цвете лет); εἰς τὴν ἡλικίαν ἀφικέσθαι и εἰς ἡλικίαν ἐλθεῖν Plat. стать юношей, достигнуть возмужалости; οἱ ἐν ἡλικίᾳ Thuc., Plut. способные носить оружие; ἔξω τῆς ἡλικίας εἶναι Dem. перешагнуть предельный (с точки зрения военной службы) возраст, т. е. быть старше 60 лет;
3 юный пыл, увлечения молодости: μὴ πάντα ἡλικίῃ ἐπίτραπε Her. не следуй во всем юношеской горячности;
4 преклонный возраст, старость: αἱ δι᾽ ἡλικίαν ἄτοκοι Plat. женщины, которые по своему возрасту (уже) не могут рожать; προεληλυθὼς τῇ ἡλικία Xen. достигший преклонных лет; ὑπὸ τῆς ἡλικίας Plat. ввиду (пожилого) возраста; παρὰ καιρὸν ἡλικίας NT несмотря на старость;
5 собир. сверстники: ὃς ἡλικίην ἐκέκαστο ἔγχεϊ Hom. (Эвфорб), превосходивший своих сверстников в копьеметании; παῖδές τε καὶ ἄνδρες καὶ πᾶσο ἡ. Plat. дети, мужчины и (вообще) люди всякого возраста;
6 годы, пора, время, период, эпоха, век: ἡλικίην κατὰ Οἰδίπουν Her. во времена Эдипа; ἐπὶ τῆς νῦν ἡλικίας Dem. в наше время;
7 поколение: ἡ νῦν ζῶοα ἡ. Dem. нынешнее поколение; πολλαῖς ἔμπροσθεν ἡλικίαις Plut. много поколений тому назад;
8 рост, вышина: ἔχων τὴν αὐτὴν ἡλικίην Ἀμάσι Her. бывший того же роста, что и Амасий; οὐ πολύ τι τὴν ἡλικίαν διαφέρειν τινος Plat. ростом немногим отличаться от кого-л.; τῇ ἡλικία μικρός NT небольшого роста.

Greek (Liddell-Scott)

ἡλῐκία: Ἰων. - ίη, Δωρ. ἁλικία, ἡ (ἧλιξ) χρόνος ζωῆς, ἡλικία, Λατ. aetas, ἤν πως ἡλικίην αἰδέσσεται, ἠδ’ ἐλεήσῃ γῆρας Ἰλ. Χ. 419∙ γηραιὸν μέρος ἁλικίας Πίνδ. Π. 4. 280∙ παρὰ τὸν ἁλικίας ἐοικότα χρόνον ὁ αὐτ. Ο. 4 ἐν τέλ.∙ τὴνδ’ ἡλ. ἀστῶν, ὅ ἐ. τὸ γῆρας αυτῶν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 914∙ - αἰτ. ἐν ἀπολύτῳ χρήσει, κατὰ τὴν ἡλικίαν, νέος ἡλικίην Ἡρόδ. 3. 134∙ ἐτέων ἐὼν ἡλικίην πέντε καὶ λ’ ὁ αὐτ. 2. 26, πρβλ. Ξεν. Κυν. 2, 3∙ οὕτω κατὰ δοτ., ἡλικίᾳ ἔτι τότε ὤν νέος Θουκ. 5. 43∙ προεληλυθώς τῇ ἡλ. Ξεν. Ἑλλ. 6. 1, 4∙ -ὡσαύτως, ὑπὸ τῆς ἡλικίας, ἐκ τῆς ἡλικίας, Πλάτ. Λάχ. 180D∙ αἱ δι’ ἡλικίαν ἄτοκοι ὁ αὐτ. Θεαιτ. 149C∙ οἱ ἐν τῇ αὐτῇ ἡλ. Θουκ. 1. 80∙ τὸ ἀχρεῖον τῆς ἡλ. ὁ αὐτ. 2. 44∙ ὅταν… τοῦ γεννᾶν ἐκβῶσι τὴν ἡλ. Πλάτ. Πολ. 461Β∙ πόρρω τῆς ἡλ. ὤν, προκεχωρηκὼς τὴν ἡλικίαν, ὁ αὐτ. Γοργ. 484C∙ προήκων ἐς βαθὺ τῆς ἡλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 514, πρβλ. Πλάτ. Φαίδρ. 279Α∙ ὁ παρ’ ἡλικίαν νοῦς Μένανδ. Μονοστ. 690∙ - ἐν τῷ πληθ., ἐν ἀπάσαις ταῖς ἡλ. Πλάτ. Πολ. 412Ε, πρβλ. ἐν Νόμ. 625Β κ. ἀλλ. 2) συνήθ. ὡς τὸ ἥβη, ἡ ἀκμή, τὸ ἄνθος τῆς ἡλικίας, τῆς ζωῆς, ἀπὸ τοῦ 17 περίπου ἔτους μέχρι τοῦ 45, ἀνδρική ἡλικία, ἀνδρότης, ἐν ἀλικίᾳ πρώτᾳ Πίνδ. Ν. 9. 99· ἐν ἀλικίᾳ εἶναι Πλάτ. Πολ. 461Β κ. ἀλλ.· μετ᾿ ἀπαρεμφ., π.χ., στρατεύεσθαι, ἡ στρατεύσιμος ἡλικία, Ἡροδ. 1. 209, πρβλ. Δημ. 42. 9, Ἀντιφῶν 128. 16· οὕτως, ἡλικίαν ἔχειν, εἰς ἡλικίαν ἐλθεῖν Πλάτ. Εὐθυδ. 306D, Θεαιτ. 142Ε· ἡλικίαν ἔχω, μετ᾿ ἀπαρεμφ., εὑρίσκομαι ἐν τῇ καταλλήλῳ ἡλικίᾳ, ὅπως πράξω τι, Ἡρόδ. 1. 209, Πλάτ. Θεαιτ. 146Β· ἡλικίας μετέχειν Θουκ. 7. 60· οἱ ἐν ἡλικίᾳ, ἄνδρες στρατευσίμου ἡλικίας, ὁ αὐτ. 8. 75, Δημ. 42. 9· ἐστρατευμένος ἁπάσας τὰς ἐν ἡλικίᾳ στρατείας Δημ. 545, 15· ἐντὸς ἡλικίας Λυσ. 195. 22· ἡ καθεστηκυῖα ἡλικία, ἡ μέση, ἡ ὥριμος, Θουκ. 2. 36· ― ἐπὶ γυναικῶν, ἡ διὰ γάμον ἡλικία, Ἱππ. Κωακ. 110, Δημ. 1352. 12, Αἰσχίν. 26. 8., 27. 28· τὴν ἡλικίαν καταμεμψάμενος Ἰσαῖ. 64. 40. 3) νεανικὴ ὁρμή, νεανικὸν πάθος, ἡλικίῃ καὶ θυμῷ ἐπιτρέπειν Ἡρόδ. 3. 36, πρβλ. 7. 18. 4) ἁγνότης, παρθενία, Αἰσχίν. 26. 7. ΙΙ. = οἱ ἥλικες, οἱ ἔχοντες τὴν αὐτὴν ἡλικίαν, ὁμήλικες, Λατ. juventa, ὃς ἡλικίην ἐκέκαστο ἐγχεῖ Ἰλ. Π. 808, πρβλ. Πίνδ. Π. 1. 145· ― ἰδίως οἱ στρατευσίμου ἠλικίας, τῆς ἡλ. ἀπούσης ἐν ταῖς ναυσί Λυσ. 195. 17, πρβλ. Θουκ. 3. 67., 8. 1, κτλ.· ὡσαύτως, ἄνθρωποι πάσης ἡλικίας, παίδων τε... καὶ πάσης ἡλ. Πλάτ. Νόμ. 959Ε. ΙΙΙ. χρόνος, ἐποχή, ταῦτα ἡλικίην ἄν εἴη κατὰ Λάϊον, κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Λ., Ἡρόδ. 5. 59, πρβλ. 60, 71· ἡλικίην τετρακοσίοις ἔτεσι.. πρεσβυτέρους ὁ αὐτ. 2. 53. IV. γενεά, χρονικὴ περίοδος, Λατ. saeculum, ἐπὶ τῆς νῦν ἡλ. Ἰσοκρ. 75Ε· πρὸ τῆς ἡμετέρας ἡλ. Δείναρχ. 95. 10· εἰς τὴν νῦν ζῶσαν ἡλ. Δημ. 1392. 12· πολλαῖς ἔμπροσθεν ἡλικίαις Πλούτ. Περικλ. 27. V. ἐπὶ τοῦ σώματος, ἀνάστημα, μέγεθος, διότι τοῦτο ἦτο σημεῖον πολλάκις τῆς ἡλικίας, Ἡροδ. 3. 16, Πλάτ. Εὐθυδ. 271Β, Δημ. 1024. 26· ἄνδρας ἡμισταδιαίους τὰς ἡλ. Λουκ. Ἀλ. Ἱστ. 1. 10· ἔτι καὶ ἐπὶ τοῦ ὕψους κίονος, ὁ αὐτ. Συρ. Θ. 28.

English (Strong)

from the same as ἡλίκος; maturity (in years or size): age, stature.

English (Thayer)

ἡλικίας, ἡ (ἧλιξ mature, of full age, Homer, Odyssey 18,373 (others of the same age; cf. Ebeling, Lex. Homer under the word; Pape s Lexicon under the word)); from Homer down;
1. age, time of life;
a. universally: Matthew, the passage cited) cf. πῆχυς, and DeWette, Meyer, Bleek on Matthew, the passage cited; παρά καιρόν ἡλικίας, beyond the proper stage of life (A. V. past age), adult age, maturity: ἔχειν ἡλικίαν (A. V. to be of age), suitable age for anything; with the genitive of the thing for which it is fit: τοῦ γάμου, Demosthenes; τοῦ ἤδη φρονεῖν, Plato, Eryx., p. 396b.; metaphorically, of an attained state of mind fit for a thing: τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ, the age in which we are fitted to receive the fullness (see πλήρωμα, 1) of Christ, stature (Demosthenes, Plutarch, others): τῇ ἡλικία μικρός, προκόπτειν ἡλικία, i. e. in height and comeliness of stature (Bengel, justam proceritatem nactus est et decoram), Luke 2:52; cf. Meyer, Bleek, at the passage.

Greek Monolingual

και ηλικιά και ελικιά, η (AM ἡλικία, Α ιων. τ. ήλικίη και δωρ. τ. ἁλικία)
1. (για έμβια όντα) ο χρόνος που διανύεται από τη γέννηση ενός έμβιου όντος μέχρι τη στιγμή που γίνεται λόγος για την ηλικία του, υπολογισμένος σε έτη ή στις υποδιαιρέσεις του έτους («τὴν δὲ ἡλικίαν περί ἔτη εἴκοσι», Ξεν.)
2. κάθε περίοδος της ζωής του ανθρώπου, βρεφική ή νηπιακή, παιδική, εφηβική, νεανική, ανδρική, γεροντική ηλικία
3. (για το σώμα) το ανάστημα, το μπόι, η κορμοστασιά («οι δυό σου νώμοι πύργοι 'ναι κι η ελικιά σου κάστρο», Διγεν. Ακρ.)
νεοελλ.
1. (με προσδ. κατά γεν. δηλώνει ειδική εποχή) («ηλικία γάμου», «ηλικία στρατεύσεως»)
2. η στρατολογική κλάση («διατάχθηκε επιστράτευση πέντε ηλικιών»)
3. (και για τα άψυχα) η χρονική διάρκεια, ο χρόνος κατά τον οποίο υπάρχει κάτι («η ηλικία της γης»)
4. γεωλ. μονάδα του γεωλογικού χρόνου που αντιπροσωπεύει το χρονικό διάστημα, κατά το οποίο αποτέθηκε μια αλληλουχία πετρωμάτων
5. φρ. α) «έχω την ηλικία» — δεν είμαι πια νέος
β) «κάμνω κάποιον της ηλικίας» — ανατρέφω
μσν.
φρ. α) «ἔρχομαι ή μπαίνω ή εἶμαι ή γίνομαι εἰς νόμον ἤ μέτρον ἡλικίας» — ενηλικιώνομαι
β) «τρέφομαι σε ηλικία» — μεγαλώνω
γ) «τελεία ηλικία» — η ώριμη ηλικία
αρχ.
1. (για ανθρώπους) η περίοδος της ακμής του βίου, κατά την οποία συντελείται η σωματική και μάλιστα η πνευματική ανάπτυξη
2. κάθε γενεά («πολλαῑς ἔμπροσθεν ἡλικίαις», Πλούτ.)
3. αυτοί που έχουν την ίδια ηλικία, οι συνομίληκοι
4. περασμένη εποχή ή περασμένη περίοδος του χρόνου, ο παλαιός καιρός («ταῦτα ἡλικίαν ἄν εἴη κατά Λάϊον» — κατά τους χρόνους, στον καιρό του Λαΐου, Ηρόδ.)
5. νεανικό πάθος, νεανική ορμή («μὴ πάντα ἡλικίῃ και θυμῷ ἐπίτραπτε», Ηρόδ.)
6. για γυναίκα) αγνότητα, παρθενία
7. φρ. α) «ὁ παρ' ἡλικίαν νοῦς» — ο νους που έχει πρόωρα αναπτυχθεί
β) «οἱ ἐν τῇ αυτῇ ἡλικίᾳ» — οι συνομίληκοι
γ) «ἐς βαθὺ τῆς ἡλικίας» ή «πόρρω τῆς ἡλικίας» — σε προχωρημένα γεράματα, σε γεροντική ηλικία
δ) «ἡλικίαν ἔχω» ή «ἡλικίας μετέχω» — βρίσκομαι στην κατάλληλη ηλικία για να κάνω κάτι
ε) «οἱ ἐν τῇ ἡλικίᾳ» — οι στρατεύσιμοι
στ) (για γυναίκες) «ἡ ἐν ἡλικίᾳ» — αυτή που είναι ώριμη για γάμο
ζ) «ἡ καθεστηκυῖα ἡλικίᾳ» — η μέση, η ώριμη ηλικία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλικ- (< ήλιξ) + -ία. Σχηματίζει υποχωρητικά το αφ-ήλιξ «απομακρυσμένος από τη μέση ηλικία», δηλ. «ηλικιωμένος» αλλά και «νέος» μερικές φορές. Άλλο παρ. το ηλικιώτης «συνομήλικος» που στον τ. της κρητ. διαλ. Fαλικιώτας διατηρεί το F].

Greek Monotonic

ἡλῐκία: Ιων. -ίη, Δωρ. ἁλικία, ἡ (ἧλιξ),
I. 1. ο χρόνος της ζωής, η ηλικία, Λατ. aetas, σε Ομήρ. Ιλ.· η αιτ. χρησιμ. απόλ., σε ηλικία, κατά την ηλικία, νέοςἡλικίην, σε Ηρόδ.· ομοίως στη δοτ., ἡλικίᾳ ἔτι τότε ὢν νέος, σε Θουκ.· πόρρω τῆς ἡλικίας ὢν, προχωρημένος σε ηλικία, σε Πλάτ.
2. συνήθως, όπως το ἥβη, το άνθος ή η ακμή της ηλικίας, από τα 17 έως τα 45 έτη, η ανδρική ηλικία· ἐν ἁλικίᾳ πρώτᾳ, σε Πίνδ.· ἐν ἁλικίᾳ εἶναι, βρίσκομαι σε ηλικία, σε Πλάτ. κ.λπ.· ομοίως, ἡλικίαν ἔχειν, εἰς ἡλικίαν ἐλθεῖν, στον ίδ.· ἡλικίαν ἔχειν, με απαρέμφ., είμαι στην κατάλληλη ηλικία για να κάνω κάτι, σε Ηρόδ.· οἱ ἐν ἡλικίᾳ, άνδρες σε στρατεύσιμη ηλικία, σε Θουκ.
3. η νεανική ορμή, το νεανικό πάθος· ἡλικίῃ καὶ θυμῷ ἐπιτρέπειν, σε Ηρόδ.
II. ως ταυτόσημο του περιληπτικού ουσιαστικού οἱ ἥλικες, αυτοί που βρίσκονται στην ίδια ηλικία, ομήλικοι, συνομήλικοι, σε Ομήρ. Ιλ., Θουκ.
III. 1. χρόνος, εποχή· ταῦτα ἡλικίην ἂν εἴη κατὰ Λάϊον, κατά τους χρόνους του Λαΐου, σε Ηρόδ.
2. γενιά, χρονική περίοδος, Λατ. saeculum, σε Δημ. κ.λπ.
IV.λέγεται για το σώμα, ανάστημα, μέγεθος, ως ένδειξη ηλικίας, σε Ηρόδ., Πλάτ.

Middle Liddell

ἧλιξ
I. time of life, age, Lat. aetas, Il.;—acc. used absol. in age, νέος ἡλικίην Hdt.; so in dat., ἡλικίᾳ ὢν νέος Thuc.; πόρρω τῆς ἡλ. advanced in years, Plat.
2. mostly, the flower or prime of life from about 17 to 45, man's estate, manhood, ἐν ἁλικίᾳ πρώτᾳ Pind.; ἐν ἡλικίᾳ εἶναι to be of age, Plat., etc.; so, ἡλικίαν ἔχειν, εἰς ἡλ. ἐλθεῖν Plat.; ἡλικίαν ἔχειν, c. inf., to be of fit age for doing, Hdt.; οἱ ἐν ἡλικίᾳ men of serviceable age, Thuc.
3. youthful heat and passion, ἡλικίῃ ἐπιτρέπειν Hdt.
II. as collective Noun, = οἱ ἥλικες, those of the same age, fellows, comrades, Il., Thuc.
III. time, ταῦτα ἡλικίην ἂν εἴη κατὰ Λάϊον about the time of Laius, Hdt.
2. an age, generation, Lat. saeculum, Dem., etc.
IV. of the body, stature, growth, as a sign of age, Hdt., Plat.

Chinese

原文音譯:¹lik⋯a 赫利企阿
詞類次數:名詞(8)
原文字根:最佳的
字義溯源:成熟,成年,長成,成長,年歲,身量,數量,適當;源自(ἡλίκος)=有如⋯那麼大);而 (ἡλίκος)出自(ἡλίκος)X*=同伴)。這字有三個基本意義:
1)壽數,顯示人的成熟
2)時代,表示時間
3)身量,顯出人的長成
出現次數:總共(8);太(1);路(3);約(2);弗(1);來(1)
譯字彙編
1) 身量(4) 太6:27; 路2:52; 路12:25; 路19:3;
2) 成年(2) 約9:21; 約9:23;
3) 適當的(1) 來11:11;
4) 成長的(1) 弗4:13

English (Woodhouse)

generation, manhood, maturity, prime, band of youths, body of youths, concretely, man's estate, marriageable age, mature years, prime of life, the flower of youth, time of life

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό ἧλιξ -ικος (=συνομήλικος) ἀπό ὅπου καί τό ἡλικιώτης (=συνομήλικος).

Lexicon Thucydideum

aetas, age, 1.80.1, 2.36.3,
in constanti, media aetate., in vigorous, middle age. 2.44.3, 2.36.4, 5.26.5, 5.43.2, 6.54.2, 7.29.4,
iuventus, youth, 6.24.3, 7.60.3, [Schol. Scholiast νεότητος]. 8.75.3,
iuvenes, young men, 3.67.3, 3.98.4, 6.26.2, 7.64.1, 8.1.2.