ον,
A ironbanded, Edict.Diocl.15.50 (Megalop.).
-ον, Μσυνδεδεμένος με σίδηρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + ἔνδετος (< ἐνδέω «συνδέω»), πρβλ. ἀργυρ-ένδετος].