σπάθησις

Revision as of 03:44, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A striking the web with the σπάθη, Arist.Ph.243b6.    II squandering, Suid.

German (Pape)

[Seite 915] ἡ, das Schlagen u. Dichtmachen des Gewebes mit der σπάθη, Arist. phys. ausc. 7, 2. – Das Verzetteln, Vergeuden, die Verschwendung, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

σπάθησις: ἡ, τὸ πλήττειν τὸ ὕφασμα διὰ τῆς σπάθης, ἡ διὰ τῆς σπάθης πύκνωσις τοῦ ὑφάσματος, Ἀριστ. Φυσ. 7. 2, 4. ΙΙ. σπατάλη, Σουΐδ.· ἐντεῦθεν σπαθητής, οῦ, ὁ, Βυζ.

Greek Monolingual

-ήσεως, ἡ, ΜΑ σπαθῶ
μσν.
διασπάθιση, σπατάλη
αρχ.
το να χτυπά κανείς το ύφασμα με τη σπάθη για να γίνει πιο πυκνό.

Russian (Dvoretsky)

σπάθησις: εως (ᾰ) ἡ прибивание утка бердом Arst.