αὐχενιστήρ

Revision as of 07:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)

English (LSJ)

ῆρος, ὁ

   A, βρόχος αὐ. halter, Lyc.1100; ligature for neck, Hippiatr.10.

German (Pape)

[Seite 405] βρόχος, Strick zum Erhenken, Lycophr. 1100.

Greek (Liddell-Scott)

αὐχενιστήρ: ῆρος, ὁ, βρόχος αὐχ., πρὸς ἀπαγχόνισιν, Λυκόφρ. 1100.

Spanish (DGE)

-ῆρος, ὁ
dogal αὐ. βρόχος Lyc.1100, en vet. utilizado como torniquete τὸν δὲ τόπον περιβάλλειν αὐχενιστῆρι Hippiatr.10.8bis.

Greek Monolingual

αὐχενιστήρ, ο (Α) αυχενίζω
1. (βρόχος) κατάλληλος για απαγχονισμό
2. επίδεσμος του αυχένα.