οἰστρηδόν

Revision as of 12:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)

English (LSJ)

Adv.

   A madly, Opp.H.4.142.

Greek (Liddell-Scott)

οἰστρηδόν: ἐπίρρ., μετὰ οἴστρου, ἐμμανῶς, Ὀππ. Ἁλ. 4. 142.

Greek Monolingual

οἰστρηδόν (Α)
με οίστρο, με μανία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶστρος + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. κνκλ-ηδόν)].