μανία

From LSJ

Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind

Menander, Monostichoi, 530
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰνία Medium diacritics: μανία Low diacritics: μανία Capitals: ΜΑΝΙΑ
Transliteration A: manía Transliteration B: mania Transliteration C: mania Beta Code: mani/a

English (LSJ)

(A), Ion. μανίη, ἡ, (μαίνομαι)
A madness, Hdt.6.112, Hp.Aph. 7.5, S.Ant.958 (lyr.), etc.; πολλὴν καταγνῶναι μ. τινῶν Isoc.4.133; μέχρι μανίας ἡ σφοδρὰ ἡδονὴ κατέχουσα Pl.Phlb.45e; μανίη νοῦσος Hdt.6.75: freq. in plural, Lex Solonis ap.D.46.14, Thgn.1231, A.Pr. 879, 1057 (both anap.), etc.
II enthusiasm, inspired frenzy, μανία Διονύσου πάρα E.Ba.305; ἀπὸ Μουσῶν κατοκωχή τε καὶ μ. Pl.Phdr. 245a; θεία μανία, opp. σωφροσύνη ἀνθρωπίνη, ib.256b, cf. Prt.323b, X.Mem.1.1.16; τῆς φιλοσόφου μ. τε καὶ βακχείας Pl.Smp.218b.
III passion, ἐρωτικὴ μανία Id.Phdr.265b; μανίην μανεὶς ἀρίστην Anacreont. 59.2: freq. in plural, Pi.O.9.39, N.11.48, E.HF835; ἐγγὺς μανιῶν ἐλαύνει Id.Heracl.904 (lyr.); μανίη τινός mad desire for... Hermesian.7.85.

(B), ἡ, = μανότης, An.Ox.2.393.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
folie, démence.
Étymologie: μαίνομαι.

German (Pape)

ἡ, Raserei, Wahnsinn, auch von jeder heftigen Gemütsbewegung, wie Liebe, Zorn, ἐρώτων ὀξύτεραι μανίαι, Pind. N. 11.48; φρενοπληγεῖς μανίαι, Aesch. Prom. 881 und öfter, wie Soph., μανίᾳ ἁλοὺς Αἴας ἀπελωβήθη, Aj. 215, κεῖνος ἐπέγνω μανίαις, in törichtem Wahnsinn, ψαύων τὸν θεόν, Ant. 950; Ar., der auch den plur. braucht, Pax 65; Her., der auch adjektivisch sagt μανίη νοῦσος, 6.75; μέχρι μανίας ἡ σφοδρὰ ἡδονὴ κατέχουσα, Plat. Phil. 45e; καὶ φιλεραστία, Symp. 213d; göttliche Begeisterung, ἀπὸ Μουσῶν κατοκωχή τε καὶ μανία, Phaedr. 245a, τῆς φιλοσόφου μανίας τε καὶ βακχείας, Symp. 218b; der σωφροσύνη entgegengesetzt, Prot. 323b, vgl. Phaedr. 244d, und der φρόνησις, Alc. II, 139b; μανίαν πολλὴν καταγνῶναί τινος, Isocr. 4.133 und Folgde; μανίαν ἐρρωμένην μαίνεσθαι, Luc. adv. ind. 22, wie κοινὴν μανίαν μεμηνέναι, abdic. 31.

Russian (Dvoretsky)

μᾰνία: ион. μᾰνίη ἡ тж. pl.
1 сумасшествие, душевная болезнь, безумие Pind., Her., Trag. etc.;
2 исступление, вдохновение, восторженность (ἀπὸ Μουσῶν Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

μᾰνία: Ἰων. -ίη, ἡ, (μαίνομαι) μανία, παραφροσύνη, Ἡρόδ. 6. 112, Ἱππ. Ἀφ. 1258, Τραγ. κτλ.· ἀντίθετ. τῷ σωφροσύνη, Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 16· ὡσαύτως μετ’ ἄλλου οὐσιαστικοῦ, μανίη νοῦσος Ἡρόδ. 6. 75· συχν. ἐν τῷ πληθ., Θέογν. 1231, Αἰσχύλ. Πρ. 879, 1057, Σοφ. Ἀντ. 960, κτλ., πρβλ. Elmsl. εἰς Εὐρ. Ἡρακλ. 904. ΙΙ. ἐνθουσιασμός, ἔμπνευσις, ἐμπεπνευσμένη μανία, Εὐρ. Βάκχ. 305· ἀπὸ Μουσῶν κατοκωχή τε καὶ μ. Πλάτ. Φαῖδρ. 245Α· θεία μ. αὐτόθι 256Β· τῆς φιλοσόφου μ. τε καὶ βακχείας ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 218Β· πρβλ. μάντις. ΙΙΙ. μανιῶδες πάθος, Τραγ.· ἀντίθετ. τῷ σωφροσύνη, Πλάτ. Πρωτ. 323Β· ἐρωτικὴ μ. ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 265Β· - συχνὸν ἐν τῷ πληθ., Θέογν. 1231, Πινδ. Ο. 9. 59, Ν. 11. ἐν τέλ., Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 835· μανίαι τινός, ἐμμανεῖς ἐπιθυμίαι διά τι..., Ἑρμησιάν. 5. 85.

English (Slater)

μᾰνία frenzy pl. bouts of frenzy καὶ τὸ καυχᾶσθαι παρὰ καιρὸν μανίαισιν ὑποκρέκει (O. 9.39) ἀπροσίκτων δ' ἐρώτων ὀξύτεραι μανίαι (N. 11.48) ἐν δὲ Ναίδων ἐρίγδουποι στοναχαὶ μανίαι τ' ἀλαλαί τ ὀρίνεται in the Dionysiac rites Δ. 2. 13.

English (Strong)

from μαίνομαι; craziness: (+ make) X mad.

English (Thayer)

μανίας, ἡ (μαίνομαι), madness, frenzy: Theognis, Herodotus down.)

Greek Monolingual

(I)
η (AM μανία, Α ιων. τ. μανίη)
1. οξεία διατάραξη τών φρενών, παραφροσύνη, φρενοβλάβεια, τρέλα
2. έξαλλη πνευματική ή ψυχική κατάσταση, παραφορά (α. «τον έπιασε μανία και τά έκανε όλα άνω κάτω» β. «τὰ πολλά σε γράμματα εἰς μανίαν περιτρέπει», ΚΔ)
3. η διακατοχή ενός ανθρώπου από πνευματική δύναμη (πνευματικός ενθουσιασμός, έμπνευση (α. «ὅς δ' ἂν ἄνευ μανίας Μουσῶν ἐπὶ ποιητικὰς θύρας ἀφίκηται», Πλάτ.
β. «κεκοινωνήκατε τῆς φιλοσόφου μανίας τε καὶ βακχείας», Πλάτ.
γ. «ποιητική μανία»)
4. έμμονη επιθυμία για κάτι (α. «τον έπιασε μανία να τή δει» β. «μανίη κατέδησε Θεανοῦς Πυθαγόρην», Ερμησιάν.)
νεοελλ.
1. ιδεοληψία που αφορά ορισμένες ψυχικές διαταραχές η οποία δεν αποκλείει την κατά τα άλλα ισορροπία και νηφαλιότητα (α. «μανία καταδιώξεως» β. «μανία ερωτισμού»)
2. παράφορη αγάπη ή έξη, ακατάσχετη ορμή, πολύ μεγάλη αγάπη, ζωηρός πόθος, πάθος για κάτι («έχει μανία με τη μουσική)
3. ιατρ. κρίση υπερδιέγερσης τών ψυχικών λειτουργιών, που χαρακτηρίζεται από έξαρση της ψυχικής διάθεσης, με παιγνιώδη τάση, με ασύντακτη επιτάχυνση τών ιδεών και με αποχαλίνωση τών ενστίκτων
νεοελλ.-μσν.
μεγάλη όργή, σφοδρό μίσος, επίμονη ή παράφορη εχθρότητα ή κακία (α. «έχει τόσο μεγάλη μανία με τον αδερφό του ὥστε έχει να του μιλήσει δύο χρόνια» β. «τὴν μανίαν τῶν δυσεβῶν διήλεγξε», Μηναί.)
μσν.
1. αγριότητα
2. φρ. «μεγάλος τῆς μανίας» πιθ. μεγαλομανής, φαντασμένος
αρχ.
1. ως επίθ. μανιακός («μανίη νοῦσος», Ηρόδ.)
2. ως κύρ. όν. Μανία
η σύζυγος του βασιλιά της Δαρδανίας Ζήγιος, μετά τον θάνατο του οποίου ανέλαβε την εξουσία της Αιολίδας, με έγκριση του Φαρναβάζου
3. (ως κύρ. όν. στον πληθ.) Μανίαι
α) άλλη ονομασία τών Ευμενίδων
β) τοποθεσία στην οδό Μεγαλοπόλεως-Μεσσηνίας, όπου είχε ιδρυθεί ναός τών Μανιών (Ευμενίδων), επειδή εκεί είχε καταληφθεί από μανία ο Ορέστης για τον φόνο της μητέρας του και είχε θεραπευθεί κόβοντας ένα δάκτυλό του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μαν- του μαίνομαι.
(II)
μανία, ἡ (Α) μανός
η μανότης.

Greek Monotonic

μανία: Ιων. -ίη, ἡ (μαίνομαι),·
I. μανία, φρενίτιδα, σε Ηρόδ., Τραγ. κ.λπ.
II. ζήλος, ένθεη μανία, σε Ευρ., Πλάτ.
III. τρελό πάθος, οργή, στους Τραγ.

Middle Liddell

μανία, ἡ, μαίνομαι
I. madness, frenzy, Hdt., Trag., etc.
II. enthusiasm, inspired frenzy, Eur., Plat.
III. mad passion, fury, Trag.

Chinese

原文音譯:man⋯a 馬你阿
詞類次數:名詞(1)
原文字根:瘋狂
字義溯源:癲狂,發瘋,瘋狂;源自(μαίνομαι)=怒吼);而 (μαίνομαι)出自(μάχομαι)X*=渴望)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 瘋狂(1) 徒26:24

English (Woodhouse)

frenzy, madness, mental derangement, transport of madness

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

madness

Albanian: marrëzi; Arabic: جُنُون‎; Egyptian Arabic: جنون‎; Armenian: խելագարություն; Azerbaijani: dəlilik; Belarusian: шаленства, вар'яцтва; Bulgarian: лудост, безумие; Catalan: bogeria, follia; Chinese Mandarin: 狂, 瘋病, 疯病, 精神錯亂, 精神错乱; Czech: šílenství, šílenost; Danish: galskab, sindssyge, vanvid; Dutch: krankzinnigheid, waanzin; English: bedlamism, brainsickness, craze, craziness, derangement, insanity, lunacy, madness, mental disorder, mental illness; Esperanto: frenezeco; Estonian: hullumeelsus; Finnish: hulluus; French: folie; Galician: loucura, tolería, tolemia, doudice, folía, vesania, tolén; Georgian: სიგიჟე, სულით ავადმყოფობა; German: Wahnsinn, Verrücktheit; Greek: αλάλιασμα, αλαλιασμός, ζούρλαμα, λώλαμα, παλάβωμα, παραφροσύνη, σάλεμα, σαλτάρισμα, τρέλα, φλιπάρισμα, φρενοβλάβεια, φρενοπάθεια, ψυχοπάθεια; Ancient Greek: ἀασιφρονία, ἀασιφροσύνη, ἀεσιφροσύνη, ἀναισθησία, ἄνοια, ἀπαυλισμός, ἀπόνοια, ἀποπληξία, ἀποπληξίη, ἀπόρρευσις, ἄτη, ἀτοπία,ἀφραδία, ἀφραδίη, ἀφρόνη, ἀφρόνησις, ἀφροσύνα, ἀφροσύνη, διαστροφή, ἐκπληξία, ἐκφροσύνη, ἐμβροντησία, ἐμβρόντησις, ἐνθουσίασις, θεία νόσος, μάνη, μανία, μανίη, μαργότης, μωρία, μωρίη, οἶστρος, παρακοπή, παραλήρημα, παράνοια, παράπαισμα, παραπληξία, παραφορά, παραφορή, παραφρόνησις, παραφρονία, παραφροσύνη, παρηρία, παροίνησις, παροινία, παροίστρησις, παρφορά, τὸ ἄφρον, τὸ ἐμμανές, τὸ μανιῶδες, τὸ φρενῶν διαφθαρέν, φοιτὰς νόσος, φρενῖτις, φρενιτισμός, φρενοβλάβεια; Hebrew: שִׁגָּעוֹן‎, טֵרוּף‎; Hindi: पागलपन; Hungarian: őrület, őrültség; Icelandic: brjálæði; Indonesian: kegilaan; Italian: pazzia, follia; Japanese: 狂気; Kazakh: ақылсыздық; Korean: 광기(狂氣); Kyrgyz: жиндилик; Latin: vesania, insania, insanitas, vecordia, dementia, amentia; Latvian: ārprāts, vājprāts, trakums; Lithuanian: beprotybė, pamišimas; Macedonian: лудило, лудост; Malayalam: ഭ്രാന്ത്, വട്ട്, കിറുക്ക്; Manx: meecheeallid; Middle English: madnesse; Norwegian Bokmål: galskap; Occitan: foliá; Old English: wōdnes; Persian: دیوانگی‎; Plautdietsch: Wonsenn; Polish: szaleństwo, obłęd, świr, fioł, szajba, niepoczytalność, kręciek, wariactwo, amok; Portuguese: loucura, insanidade, maluquice, malucagem, vesânia, doidice, doideira; Romanian: nebunie; Russian: безумие, сумасшествие, помешательство, безумство; Serbo-Croatian Cyrillic: лу̏дост, лу̀дило, порѐмећено̄ст; Roman: lȕdost, lùdilo, porèmećenōst; Slovak: šialenstvo, šialenosť; Slovene: norost, blaznost; Spanish: locura; Swedish: vansinne, vanvett, galenskap; Tajik: девонагӣ; Telugu: పిచ్చి; Turkish: delilik; Ukrainian: божеві́лля, безумство, безумність, шаленість, навіженість, варіяція

enthusiasm

Afrikaans: entoesiasme; Arabic: حَمَاس‎; Armenian: խանդավառություն, ավյուն, ոգեւորություն; Belarusian: энтузіязм, захапленне, запал; Bulgarian: въодушевление, ентусиазъм, възторг; Catalan: entusiasme; Chinese Mandarin: 熱情, 热情, 積極性, 积极性; Czech: nadšení, entuziasmus; Danish: entusiame; Dutch: enthousiasme, geestdrift; Esperanto: entuziasmo; Finnish: innostus, into, innokkuus, hanakkuus, vimma; French: enthousiasme, passion; Galician: entusiasmo; Georgian: ენთუზიაზმი; German: Begeisterung, Enthusiasmus, Schwärmerei; Greek: ενθουσιασμός; Ancient Greek: προθυμία; Hausa: ɗoki; Hebrew: הִתְלַהֲבוּת‎, הִתְפַּעֲלוּת‎; Hindi: जोश, उत्साह; Hungarian: lelkesedés; Icelandic: ákafi, eldmóður; Ido: entuziasmo; Italian: entusiasmo, foga; Japanese: 情熱, 熱意; Javanese: grengseng; Korean: 열광, 열정, 열의; Latin: studium; Luxembourgish: Begeeschterung; Macedonian: ентузијазам; Malayalam: താത്പര്യം, ഉത്സാഹം; Manx: ard-jeeanid; Maori: koharatanga, ngākau whakapuke; Norwegian: begeistring; Bokmål: entusiasme; Nynorsk: entusiasme, eldhug; Persian: شور‎; Polish: entuzjazm; Portuguese: entusiasmo; Romanian: entuziasm; Russian: энтузиазм, воодушевление, запал, восторг; Scottish Gaelic: eud; Serbo-Croatian Roman: entuzijàzam, oduševljenje, zános, ùshit; Slovak: nadšenie, entuziazmus; Slovene: navdušenje; Spanish: entusiasmo; Swedish: entusiasm; Tagalog: entusyasmo; Tamil: உத்வேகம்; Telugu: ఉత్సాహం; Tocharian B: spelkke; Turkish: heves, şevk, coşku; Ukrainian: ентузіазм, запал, запалення