ἀγροικηρός

Revision as of 11:46, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_1)

English (LSJ)

ά, όν,

   A boorish, ἀ. φύσις Anon. ap. St.Byz. s.v. ἀγρός.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγροικηρός: -ά, -όν, ἄγροικος, τῷ ἀγροίκῳ ἴδιος, ἀγρ. φύσις, παρὰ Στεφ. Βυζ. ἐν λ. ἀγρός.

Spanish (DGE)

-ά, -όν inculto, rústico φύσις Lyr.Iamb.Adesp.40W.