ἀνανεωτικός

Revision as of 06:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ή, όν,

   A renewing, reviving, τινός J.AJ11.4.7.

German (Pape)

[Seite 199] verjüngend, erneuend, Ioseph.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνανεωτικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν ἰδιότητα ἢ τὴν δύναμιν νὰ ἀνανεώνῃ, νὰ ἀναζωπυρῇ, τινὸς Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 11. 417.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
renovador θυσίας ἀ. τῶν πρότερον ἀγαθῶν I.AI 11.107, ὑγεία ἀνανεωτική Procl.in Ti.2.63.28.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀνανεωτικός, -ή, -όν) ανανεώνω
ο σχετικός με την ανανέωση, ο ικανός να ανανεώνει, να αναζωογονεί.