σχετικός

From LSJ

Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr

Menander, Monostichoi, 228
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχετικός Medium diacritics: σχετικός Low diacritics: σχετικός Capitals: ΣΧΕΤΙΚΟΣ
Transliteration A: schetikós Transliteration B: schetikos Transliteration C: schetikos Beta Code: sxetiko/s

English (LSJ)

σχετική, σχετικόν,
A of or for holding firm, retentive, τινος Plu.2.428d, 725b: abs., ib.952b; stable, permanent, σ. τυπώσεις Stoic.2.229.
II relative, Iamb. in Nic.p.11 P. Adv. σχετικῶς, Dam.Pr.131.
III depending on a σχέσις 1.1, temporary, πυρετός, opp. ἑκτικός, Gal.10.533. Adv. σχετικῶς = as the result of precarious conditions, opp. ἀπὸ ἕξεως καὶ διαθέσεως, Ph.1.129, cf. Sor.1.43.

German (Pape)

[Seite 1054] 1) haltend, festhaltend, abhaltend, zurückhaltend, τινός, Plut. Symp. 8, 5, 1, öfter. – 2) in der Logik = relativ, bezüglich.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui maintient;
2 qui retient, gén. ; abs. astringent.
Étymologie: ἔχω.

Russian (Dvoretsky)

σχετικός:
1 удерживающий, закрепляющий: σχετικαὶ τυπώσεις Plut. удерживающие(ся) впечатления;
2 сдерживающий, закрепляющий, вяжущий (δύναμις Plut.);
3 сохраняющий, предохраняющий (от гниения) (ἡ ψυχρότης Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

σχετικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ἐπίσχεσιν ἢ ἀναχαίτισιν, ἀνασταλτικός, τινος Πλούτ. 2. 428Ε, 725Α· ἀπολ., αὐτόθι 952Β, κλπ. ΙΙ. παρὰ τοῖς Ἐκκλ., ὡς καὶ νῦν, σχετικός ὡσαύτως, οὐχὶ οὐσιώδης, τυχαίως.

Greek Monolingual

-ή, -ό / σχετικός, -ή, -όν, ΝΜΑ
αυτός που έχει σχέση αναλογίας ή ομοιότητας με κάποιον άλλο, συναφής (α. «σχετικές έννοιες» — έννοιες τών οποίων τα αντικείμενα σχετίζονται, όπως λ.χ. αιτία και αιτιατό, ωκεανός και πέλαγος
β. «πεπρᾱχθαί φησι κατ' ἀλήθειαν ἢ κατὰ συνάφειαν σχετικὴν δουλοπρεποῦς καὶ ἀνυποστάτου μορφῆς», Θεοδώρ.)
νεοελλ.
1. (για πρόσ.) αυτός που διατηρεί φιλικές σχέσεις με κάποιον, οικείος, γνώριμος
2. αυτός που υφίσταται υπό όρους, που εξαρτάται από ορισμένους όρους, εξαρτημένος, σε αντιδιαστολή προς τον απόλυτο («το βάρος του ανθρώπου είναι σχετικό με το ύψος του»)
3. συνεκδ. αυτός που υπάρχει σε μικρή ποσότητα, μέτριος, αρκετός («έχει σχετική μόρφωση»)
4. το ουδ. ως ουσ. το σχετικό
(φιλοσ.) α) έννοια με την οποία υποδηλώνεται ότι τα αντικείμενα, τα γεγονότα και οι διαδικασίες της αντικειμενικής πραγματικότητας εξαρτώνται από άλλα αντικείμενα, γεγονότα ή διαδικασίες
β) αυτό που εξαρτάται από ένα υποκείμενο, το υποκειμενικό, όπως λ.χ. είναι τα αισθήματα του θερμού και του ψυχρού, που ποικίλλουν από άτομο σε άτομο, σε αντιδιαστολή προς το αντικειμενικό, που ισχύει για όλα τα άτομα ομοίως
5. φρ. «σχετική κίνηση»
φυσ. κίνηση αναφερόμενη σε σύστημα το οποίο δεν θεωρείται ακίνητο, όπως λ.χ. είναι η κίνηση ενός βλήματος ως προς τη Γη
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επίσχεση, στη συγκράτηση, ανασταλτικός
2. σταθερός, μόνιμος
3. πρόσκαιρος, παροδικός («σχετικὸς πυρετός», Γαλ.).
επίρρ...
σχετικώς / σχετικῶς, ΝΜΑ, και σχετικά Ν
νεοελλ.
1. εξαρτημένα, υπό όρους, σε αντιδιαστολή προς το απολύτως
2. σε αρκετό βαθμό («είναι σχετικά όμορφη»)
νεοελλ.-μσν.
σε σχέση με κάτι άλλο, αναφορικά με
μσν.-αρχ.
με ευμενή, ευνοϊκή διάθεση, φιλικά
αρχ.
ως αποτέλεσμα πρόσκαιρης κατάστασης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σχε- της μηδενισμένης βαθμίδας του ρ. ἔχω (πρβλ. σχέσθαι, σχέσις, σχετέος) + κατάλ. -τικός (πρβλ. βοηθητικός). Το επίθ. με την αρχ. σημ. «ανασταλτικός» διατηρεί τη σημ. της ρίζας του έχω segh- «κρατώ στερεά» (πρβλ. σχετέος, σχετήριον)].

Translations

precarious

Bulgarian: несигурен, ненадежден; Catalan: precari; Chinese Cantonese: 不穩嘅, 危險嘅, 朝不保夕嘅; Czech: nejistý, prekérní, ošidný; Dutch: vervaarlijk, onzeker; Finnish: vaarallinen; French: précaire; German: prekär, unsicher, gefährdet; Greek: ακροσφαλής, επισφαλής; Ancient Greek: ἀκροσφαλής, ἀνωμαλής, ἐπίκηρος, ἐπικίνδυνος, ἐπισφαλής, περιστατικός, σφαλερός, σχετικός; Korean: 다루기 어려운; Latin: precarius; Norwegian Bokmål: prekær; Nynorsk: prekær; Plautdietsch: roakboa; Portuguese: precário; Russian: опасный, рискованный, ненадёжный, шаткий; Spanish: precario; Swedish: prekär