Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ον,
A curled, curly, πλόκαμοι ἔ. Callistr.Stat.3.
[Seite 850] kraus, Sp.
ἔνουλος: -ον, «σγουρός», πλόκαμοι ἔνουλοι Καλλιστρ. Ἐκφρ. 4.
-ον rizado πλόκαμοι Callistr.3, οὐρά Anat.Exc.10.
ἔνουλος, -ον (Α) ούλοςσγουρός, κατσαρός.