σγουρός
From LSJ
ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
English (LSJ)
ά, όν, curly, Tz.H.12.801.
Greek (Liddell-Scott)
σγουρός: -ά, -όν, σκοτεινός, μελανός, λέξις Βυζαντ.· ἴδε Δουκάγγ.
Greek Monolingual
-ή, -ό / σγουρός, -ά, -όν, ΝΜ
βοστρυχωτός, κατσαρός
νεοελλ.
σγουρομάλλης
μσν.
σκοτεινός, μελανός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, το επίθ. σχηματίστηκε από το αρχ. γυρός «στρογγυλός, κεκαμμένος» με ανάπτυξη προθετικού σ- (πρβλ. βώλος: σβώλος). Κατ' άλλους, ο τ. ανάγεται σε αμάρτυρο σβουρός κατ' αποκοπή < σβουρόμαλλος (πρβλ. ἀψύς < ἀψί-θυμος)
βλ. λ. σγουρομάλλης. Κατ' άλλους, τέλος, πιθ. < αρχ. δίυγρος «υγρός, πλήρης»].