μικρόστομος
English (LSJ)
ον,
A with a small mouth or orifice, ἄγγος Hp.Morb.4.57; ζῷα Arist.HA 502a8; of the womb, Sor.2.56.
German (Pape)
[Seite 185] kleinmündig, von Menschen, Hippocr.; Arist. H. A. 2, 7; λυχνίδιον, Luc. Tim. 14; Plut. u. A.
Greek (Liddell-Scott)
μῑκρόστομος: -ον, ὁ ἔχων μικρὸν στόμα ἢ ἄνοιγμα, ἄγγος Ἱππ. 515. 21· ζῷα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 7, 1.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a une petite embouchure (vase, lampe, etc.).
Étymologie: μικρός, στόμα.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α μικρόστομος, -ον)
αυτός που έχει μικρό στόμα ή μικρό στόμιο
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το μικρόστομο
ζωολ. γένος ραβδόκοιλων στροβιλιστικών πλατυελμίνθων της οικογένειας τών μικροστομιδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + στόμα (πρβλ. μεγαλό-στομος)].
Russian (Dvoretsky)
μῑκρόστομος:
1) с маленьким ртом (ζῷα Arst.);
2) с маленьким отверстием (λυχνίδιον Luc.).