κλεισμός

Revision as of 07:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

English (LSJ)

ὁ,

   A storing under lock and key, οἴνου POxy.1578.7 (iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1448] ὁ, s. κλισμός.

Greek Monolingual

ο (Α κλεισμός) κλείω (Ι)]
νεοελλ.
κλείσιμο, εγκλεισμός μέσα σε κάτι
αρχ.
πάπ. αποθήκευση σε χώρο ασφαλισμένο με κλειδίκλεισμός οίνου», πάπ.).