μισοφιλόλογος
English (LSJ)
ον,
A hating literature, Ath.13.610d.
German (Pape)
[Seite 192] die Literatur od. die Schriftsteller u. Gelehrten hassend, Ath. XIII, 610 c.
Greek (Liddell-Scott)
μῑσοφῐλόλογος: -ον, ὁ μισῶν τὴν φιλολογίαν, Ἀθήν. 610D.
Greek Monolingual
μισοφιλόλογος, -ον (Α) αυτός που μισεί τη φιλολογία («πάντας ὑμᾱς τοὺς φιλοσόφους μισῶ, μισοφιλολόγους ὄντας», Αθήν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + φιλόλογος.