μισοφιλόλογος

Revision as of 07:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

English (LSJ)

ον,

   A hating literature, Ath.13.610d.

German (Pape)

[Seite 192] die Literatur od. die Schriftsteller u. Gelehrten hassend, Ath. XIII, 610 c.

Greek (Liddell-Scott)

μῑσοφῐλόλογος: -ον, ὁ μισῶν τὴν φιλολογίαν, Ἀθήν. 610D.

Greek Monolingual

μισοφιλόλογος, -ον (Α) αυτός που μισεί τη φιλολογία («πάντας ὑμᾱς τοὺς φιλοσόφους μισῶ, μισοφιλολόγους ὄντας», Αθήν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + φιλόλογος.