παναπευθής

Revision as of 11:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

ές,

   A utterly inscrutable, ἀταρπός Parm.4.6.

Greek Monolingual

παναπευθής, -ές (Α)
εντελώς ανεξιχνίαστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἀπευθής «ανήκουστος, ανεξιχνίαστος»].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παναπευθής -ές [πᾶς, ἀπευθής] geheel onkenbaar.