Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ανήκουστος

From LSJ

Μί' ἐστὶν ἀρετὴ τἄτοπον φεύγειν ἀεί → Numquam non fugere inepta , et hoc virtutis est → Die einzge Tugend: meiden, was abwegig ist

Menander, Monostichoi, 339

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀνήκουστος, -ον)
πρωτάκουστος, απίθανος, φοβερός
αρχ.
1. αυτός που δεν μπορεί να ακουστεί
2. ενεργ. ο απρόθυμος να υπακούσει, ανυπάκουος
3. το ουδ. ως ουσ. το ανήκουστον
παρακοή, απείθεια.