προαποπαύω
English (LSJ)
A put a stop to first, τὴν φλεγμονήν Orib.9.52.1:—Med., stop before, c.gen., Id.inc.4.53.
Greek Monolingual
Α
σταματώ πρωτύτερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἀποπαύω «παύω, σταματώ»].
A put a stop to first, τὴν φλεγμονήν Orib.9.52.1:—Med., stop before, c.gen., Id.inc.4.53.
Α
σταματώ πρωτύτερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἀποπαύω «παύω, σταματώ»].