ἀποπαύω

From LSJ

ἀναπηδῆσαι πρὸς τὸν πάππον → jumped up on his grandfather's knees, sprang up into his grandfather's lap

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποπαύω Medium diacritics: ἀποπαύω Low diacritics: αποπαύω Capitals: ΑΠΟΠΑΥΩ
Transliteration A: apopaúō Transliteration B: apopauō Transliteration C: apopayo Beta Code: a)popau/w

English (LSJ)

A stop or hinder from, make to cease from, τοὺς μὲν.. εἴασαν ἐπεὶπολέμου ἀπέπαυσαν Il.11.323; πένθεος ἀ. τινά Hdt.1.46; ἐρώτων S.Aj.1205 (lyr.); λόγου δέ σε μακροὖ' ποπαύσω E.Supp.639: c.inf., hinder from doing, ἀ. τινὰ ἀλητεύειν, ὁρμηθῆναι, Od.18.114, 12.126:—Med. and Pass., leave off, cease from, c. gen., πολέμου δ' ἀποπαύεο πάμπαν Il.1.422, cf. 8.473; ἀοιδῆς Od.1.340; τοῦ δάκνειν X.Cyr.7.5.62; ἐκ καμάτων S.El.231 (lyr.): abs., leave off, opp. ἄρχεσθαι, Thgn.2; terminate, Arat.51.
2 c. acc., stop, check, νὺξ ἀπέπαυσε.. Πηλεΐωνα Il. 18.267; Ἀλκμήνης δ' ἀ. τόκον 19.119, al.; so ἀ. κῶμον Thgn.829; μερίμνας E.Ba.381 (lyr.); ὠδῖνα Pl.Tht.151a, etc.
II intr. in Act., ἀπόπαυσον stop! cease! E.Fr.118; οὐκ ἀπὸ πυγμαχίης ἀποπαύσετε; AP9.217 (Scaev.).

Spanish (DGE)

I tr.
1 c. ac. de pers. parar, detener Πηλεΐωνα Il.18.267, τὸν ὀρθοδαῆ τῶν φθιμένων ἀνάγειν Ζεὺς ἀπέπαυεν Zeus detuvo al que bien sabía resucitar a los muertos A.A.1024, φόνιον ... ᾍδαν E.Alc.225
c. ac. de pers. e inf. impedir τοῦτον ἀλητεύειν Od.18.114, μιν ... ὁρμηθῆναι Od.12.126
c. ac. de pers. y gen. parar, quitar de, impedir πένθεος μὲν Κροῖσον ἀπέπαυσε hizo olvidar a Creso su dolor Hdt.1.46.
2 c. ac. de n. de acción y abstr. parar, hacer cesar, poner fin a τέον μένος Il.21.340, κῶμον Thgn.829, ὠδῖνα Pl.Tht.151a, μερίμνας E.Ba.381, τὰς ἀναγκαίας πόσεις X.Lac.5.4
detener, aplazar Ἀλκμήνης ... τόκον Il.19.119.
II intr.
1 c. gen. de abstr. dejar (de), cesar (de) ἐπεὶ πολέμου ἀπέπαυσαν cuando dejaron de guerrear, Il.11.323, τοῦ ... ἄγεσθαι X.Lac.1.6
c. prep. ἀπὸ πυγμαχίης AP 9.217 (Muc.Scaeu.)
en v. med. mismo sent. πολέμου Il.1.422, 8.473, μάχης Il.16.721, ἀοιδῆς Od.1.340, χοροῦ Call.Del.79, τῆς ὁρμῆς Arist.HA 572b8, ἀχέων δ' ἀπεπαύετο θυμός y el corazón cesó de sufrir, h.Cer.436, τοῦ δάκνειν X.Cyr.7.5.62, τοῦ πρόσω χωρεῖν Plu.2.721d
c. prep. ἐκ καμάτων S.El.231
tb. c. gen. de pers. ἀποπαύ[εσ] θαι ἡμῶν dejarnos (en paz) PMasp.2.3.22 (VI d.C.).
2 abs. detenerse, parar, cesar ἀπόπαυσον E.Fr.118
esp. en v. med. ἐγὼν ἀποπαύσομαι Il.21.372, cf. 5.288
op. ἄρχεσθαι acabar Thgn.2, Lib.Or.11.224, Arat.51.

German (Pape)

[Seite 318] (s. παύω), aufhören, abstehen lassen, hemmen, Πηλείωνα Il. 18, 267; μένος 21, 340; Ἀλκμήνης τόκον 19, 119; mit dem inf., τὸν ἄναλτον ἀλητεύειν Od. 18, 114; vgl. 12, 126; τινά τινος, πολέμου Il. 11, 323; πένθεος Her. 1, 46; ἐμὲ ἐρώτων Soph. Ai. 1185; σὲ λόγου μακροῦ Eur. Suppl. 662; τοῦ ἀκροβολίζεσθαι Xen. Cyr. 8, 8, 22; vgl. Oec. 14, 8; ὠδῖνα ἐγείρειν καὶ ἀποπ. Plat. Theaet. 151 a; bei Soph. O. C. 1759 θρῆνον ἐγείρειν u. ἀποπαύειν entgeggstzt. – Häufiger ist im Att. das med., aufhören; absolut, ἐγὼν ἀποπαύσομαι Iliad. 21, 372; οὐ μὲν σφῶί γ' ὀίω πρίν γ' ἀποπαύσεσθαι 5, 288; τινός, θρήνων Soph. El. 224; τοῦ λόγου Plat. Prot. 328 d; ἀποπαύε' ἀοιδῆς, mit dem Gesang, ablassen davon, Od. 1, 340; ἀποπαύεο πολέμου Iliad. 1, 422; μάχης ἀποπαύεαι 16, 721; πολέμου ἀποπαύσεται 8, 473; τοῦ δάκνειν Xen. Cyr. 7, 5, 62; – das activ. in derselben Bdtg, οὐκ ἀπὸ πυγμαχίης ἀποπαύσετε, M. Scaev. ep. (IX, 217).

French (Bailly abrégé)

faire cesser, arrêter : μένος OD apaiser la colère ; τινα arrêter, retenir qqn ; avec le gén. : ἀπ. πολέμου IL faire cesser une guerre ; avec deux rég. πένθεος ἀπ. τινά HDT mettre un terme à la douleur de qqn ; ἀπ. τινα avec l'inf. empêcher qqn de continuer qch;
Moy. ἀποπαύομαι se reposer de, cesser, gén..
Étymologie: ἀπό, παύω.

Russian (Dvoretsky)

ἀποπαύω:
1 сдерживать, удерживать, не давать, мешать (τινά τινος Hom., Soph., Eur., Xen. и τινὰ ποιεῖν τι Hom.);
2 унимать, успокаивать (μένος Hom.; ὠδῖνα Plat.; θρῆνον Soph.): πένθεος ἀποπαῦσαί τινα Her. утолить чью-л. скорбь;
3 переставать, прекращать (ἀπὸ πυγμαχίης Anth.; преимущ. med. τινος Hom., Soph., Xen., Plat. и ἔκ τινος Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποπαύω: παύω, ἤ ἐμποδίζω ἀπό…, κάμνω τινὰ νὰ παύσῃ ἀπό…, τούς μέν… εἴασαν, ἐπεὶ πολέμου ἀπέπαυσαν Ἰλ. Λ. 323. πένθεος ἀπ. τινὰ Ἡρόδ. 1. 46˙ ἐρώτων Σοφ. Αἴ. 1205˙ λόγου δέ σε μακροῦ ’ποπαύσω Εὐρ. Ἱκ. 639˙ μετ’ ἀπαρ. ἐμποδίζω ἀπὸ τοῦ νὰ πράξῃ τίς τι, ἀπ. τινὰ ἀλητεύειν, ὁρμηθῆναι Ὀδ. Σ. 114., Μ. 126: - Μέσ. καὶ Παθ., ἀφίνω τι, παύομαι ποιῶν τι˙ μετὰ γεν., πολέμου δ’ ἀποπαύεο πάμπαν Ἰλ. Α. 422, πρβλ. Θ. 873, Ὀδ. Α. 340, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 62˙ ἐκ καμάτων Σοφ. Ἠλ. 231˙ ἀπολ. ἀφίνω ἐντελῶς, ἐγκαταλείπω, Θέογν. 2˙ φέρω εἰς πέρας, Ἄρατ. 51. 2) μετὰ μόνης αἰτ., παύω τι, ἀναχαιτίζω, νὺξ ἀπέπαυσε… Πηλεΐωνα Ἰλ. Σ. 267˙ Ἀλκμήνης δ’ ἀπ. τόκον Τ. 119, κτλ.˙ οὕτως, ἀπ. κῶμον Θέογν. 829˙ μερίμνας Εὐρ. Βάκχ. 380˙ ὠδῖνα Πλάτ. Θεαίτ. 15Α, κτλ. ΙΙ. ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ. ὡς ἐν τῇ σημερινῇ, ἀπόπαυσον, στάσου, παῦσαι, Εὐρ. Ἀποσπ. 118˙ οὐκ ἀπὸ πυγμαχίης ἀποπαύσετε; Ἀνθ. Π. 9. 217.

English (Autenrieth)

fut. ἀποπαύσει, aor. ἀπέπαυσας, mid. pres. ἀποπαύεαι, imp. ἀποπαύε(ο), fut. ἀποπαύσομαι: act., cause to cease from, check, hinder from; mid., cease from, desist; (τοὺς) ἐπεὶ πολέμου ἀπέπαυσαν, Il. 11.323; τοῦτον ἀλητεύειν ἀπέπαυσας, Od. 18.114; μήνἰ Ἀχαιοῖσιν, πολέμου δ' ἀποπαύεο πάμπαν, Il. 1.422.

Greek Monolingual

ἀποπαύω (Α)
1. παύω, σταματώ να κάνω κάτι
2. εμποδίζω, συγκρατώ κάποιον από κάτι
3. (-ομαι)
εγκαταλείπω, αφήνω
4. παύω, τελειώνω.

Greek Monotonic

ἀποπαύω: μέλ. —σω·
1. σταματώ ή αποτρέπω, εμποδίζω από, αναγκάζω κάποιον να σταματήσει να κάνει κάτι, με γεν., πολέμου, σε Ομήρ. Ιλ.· πένθεος, σε Ηρόδ. κ.λπ.· με απαρ., εμποδίζω κάποιον να πράξει κάτι, σε Ομήρ. Οδ. — Μέσ. και Παθ., αφήνω κάτι, σταματώ να κάνω κάτι, με γεν., σε Όμηρ.· ἐκ καμάτων, σε Σοφ.· απόλ., παρατώ, αφήνω εντελώς, σε Θέογν.
2. με αιτ. μόνο, σταματώ, αναχαιτίζω κάτι, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.

Middle Liddell

1. to stop or hinder from, make to cease from a thing, c. gen., πολέμου Il.; πένθεος Hdt., etc.: c. inf. to hinder from doing, Od.:—Mid. and Pass. to leave off or cease from, c. gen., Hom.; ἐκ καμάτων Soph.: absol. to leave off, Theogn.
2. c. acc. only, to stop, check, Il., Eur.