μετακτίζω

Revision as of 07:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

English (LSJ)

   A remove a settlement, εἰς ἕτερον τόπον Str.13.4.17.

German (Pape)

[Seite 148] um-, anderswohin bauen, Strab. XIII, 631.

Greek (Liddell-Scott)

μετακτίζω: μεταφέρω ἀποικίαν, μετοικίζω, Πισιδῶν... μετακτισάντων εἰς ἕτερον τόπον Στράβ. 631.

Greek Monolingual

μετακτίζω (ΑM)
μσν.
1. ξαναχτίζω
2. οικίζω ξανά
αρχ.
μεταφέρω αποικία, μετοικίζω («Πισιδῶν οἰκισάντων καὶ μετακτισάντων εἰς ἕτερον τόπον εὐερκέστατον», Στράβ.).