στερεομέτρης

Revision as of 12:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A one who measures solids, Gal.Thras.47.

German (Pape)

[Seite 936] ὁ, der feste Körper Messende, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

στερεομέτρης: -ου, ὁ, ὁ μετρῶν στερεά, Γαλην.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που μετρά στερεά σώματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερεός + -μέτρης (< μέτρον), πρβλ. γεω-μέτρης].