στερεομέτρης

From LSJ

Οὐκ ἔστι λύπης χεῖρον ἀνθρώποις κακόν → Maerore nullum hominibus est peius malum → für Menschen gibt's kein größres Leid als Traurigkeit

Menander, Monostichoi, 414
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στερεομέτρης Medium diacritics: στερεομέτρης Low diacritics: στερεομέτρης Capitals: ΣΤΕΡΕΟΜΕΤΡΗΣ
Transliteration A: stereométrēs Transliteration B: stereometrēs Transliteration C: stereometris Beta Code: stereome/trhs

English (LSJ)

στερεομέτρου, ὁ, one who measures solids, Gal.Thras.47.

German (Pape)

[Seite 936] ὁ, der feste Körper Messende, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

στερεομέτρης: -ου, ὁ, ὁ μετρῶν στερεά, Γαλην.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που μετρά στερεά σώματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερεός + -μέτρης (< μέτρον), πρβλ. γεωμέτρης].