πεντάστομος

Revision as of 18:20, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον,

   A with five mouths or openings, of the Nile, Hdt.2.10 ; of the Ister, Id.4.47 ; of the Rhone, Str.4.1.8.

German (Pape)

[Seite 557] fünfmündig; Her. 2, 10. 4, 47; ποταμός, Pol. 34, 10, 5; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πεντάστομος: -ον, ὁ ἔχων πέντε στόματα ἢ ἐκβολάς, ἐπὶ τοῦ Νείλου, Ἡρόδ. 2. 10· ἐπὶ τοῦ Ἴστρου, 4. 47.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à cinq bouches ou embouchures.
Étymologie: πέντε, στόμα.

Greek Monolingual

-η, -ο / πεντάστομος, -ον ΝΑ
(ιδίως για ποταμούς) αυτός που έχει πέντε στόμια, δηλαδή πέντε εκβολές («τοῦ Νείλου, ἐόντος πενταστόμου», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + -στομος (< στόμα), πρβλ. δί-στομος].

Greek Monotonic

πεντάστομος: -ον (στόμα), αυτός που έχει πέντε στόματα ή ανοίγματα, λέγεται για ποτάμια, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

πεντάστομος: с пятью устьями (ποταμός Her., Polyb.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πεντάστομος -ον [πεντα-, στόμα] met vijf mondingen.

Middle Liddell

πεντά-στομος, ον, στόμα
with five mouths or openings, of rivers, Hdt.