πεντάστομος
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
English (LSJ)
πεντάστομον, with five mouths or openings, of the Nile, Hdt.2.10; of the Ister, Id.4.47; of the Rhone, Str.4.1.8.
German (Pape)
[Seite 557] fünfmündig; Her. 2, 10. 4, 47; ποταμός, Pol. 34, 10, 5; Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à cinq bouches ou embouchures.
Étymologie: πέντε, στόμα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πεντάστομος -ον [πεντα-, στόμα] met vijf mondingen.
Russian (Dvoretsky)
πεντάστομος: с пятью устьями (ποταμός Her., Polyb.).
Greek Monolingual
-η, -ο / πεντάστομος, -ον ΝΑ
(ιδίως για ποταμούς) αυτός που έχει πέντε στόμια, δηλαδή πέντε εκβολές («τοῦ Νείλου, ἐόντος πενταστόμου», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + -στομος (< στόμα), πρβλ. δίστομος].
Greek Monotonic
πεντάστομος: -ον (στόμα), αυτός που έχει πέντε στόματα ή ανοίγματα, λέγεται για ποτάμια, σε Ηρόδ.
Greek (Liddell-Scott)
πεντάστομος: -ον, ὁ ἔχων πέντε στόματα ἢ ἐκβολάς, ἐπὶ τοῦ Νείλου, Ἡρόδ. 2. 10· ἐπὶ τοῦ Ἴστρου, 4. 47.
Middle Liddell
πεντά-στομος, ον, στόμα
with five mouths or openings, of rivers, Hdt.