πλατυντέον

Revision as of 01:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

   A one must extend, X.Eq.Mag.4.3.

Greek (Liddell-Scott)

πλατυντέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ πλατύνω, δεῖ πλατύνειν, Ξεν. Ἱππαρχ. 4, 3.

Greek Monotonic

πλατυντέον: ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να διαπλατυνθεί, σε Ξεν.