πλατυντέον
From LSJ
οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty
English (LSJ)
one must extend, X.Eq.Mag.4.3.
Greek (Liddell-Scott)
πλατυντέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ πλατύνω, δεῖ πλατύνειν, Ξεν. Ἱππαρχ. 4, 3.
Greek Monotonic
πλατυντέον: ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να διαπλατυνθεί, σε Ξεν.