προσυζεύγνυμι

Revision as of 12:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

English (LSJ)

   A yoke together beforehand:—Pass., ἑτέρῳ εἰς γάμον π. Eust.61.29.

German (Pape)

[Seite 784] (s. ζεύγνυμι), vorher zusammenjochen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προσυζεύγνῡμι: συζευγνύω πρότερον, Εὐστ. 61. 29.

Greek Monolingual

Μ συζεύγνυμι συζευγνύω, ενώνω στον ίδιο ζυγό προηγουμένως.