ἀνθρακευτός

Revision as of 08:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

English (LSJ)

ή, όν,

   A which can be carbonized, Arist.Mete.387b19.

German (Pape)

[Seite 233] verkohlt, Arist. meteor. 4, 13.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθρᾰκευτός: -ή, -όν, ὁ κατάλληλος ὄπως μεταβληθῇ διὰ τῆς καύσεως εἰς ἄνθρακα, ὁ μὴ φλογιστός, τῶν δὲ καυτῶν τὰ μὲν φλογιστά ἐστι τὰ δὲ ἀφλόγιστα· τούτων δὲ ἔνια ἀνθρακευτὰ Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 31.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
que puede ser carbonizadode ciertas piedras, Arist.Mete.387b19.

Greek Monolingual

ἀνθρακευτός, -ή, -όν (Α) αυτός που με καύση μπορεί να μεταβληθεί σε άνθρακα.

Russian (Dvoretsky)

ἀνθρᾰκευτός: обугленный Arst.