ἀνακούφισμα

Revision as of 06:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A a relief, Hp.Vict.2.64.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακούφισμα: -ατος, τό, ἐλάφρυνσις, Ἱππ. 364. 4.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
elevación de brazos τὰ δὲ ἀνακινήματα καὶ ἀνακουφίσματα τὴν μὲν σάρκα ἥκιστα διαθερμαίνει Hp.Vict.2.64.1.

Greek Monolingual

το (Α ἀνακούφισμα) ἀνακουφίζω
η ανακούφιση.