ἀνακουφίζω
κραδίη δέ μοι ἔξω στηθέων ἐκθρῴσκει → my heart is leaping forth from my bosom, be panic-stricken, my heart is beating outside my chest
English (LSJ)
lift or raise up, S.Fr.23; ἀ. δέμας E.Or.218; ἑαυτὸν εἰς ἀνάβασιν, of a horseman mounting, X.Eq.7.2; of the ship of state, ἀ. κάρα βυθῶν S.OT23; ὁ ἀὴρ ἀ. τὸν ἀσκόν Arist.Pr.939a35:—Pass., feel lightened or feel lifted up, ἀνεκουφίσθην δέμας E.Hipp.1392; to be relieved in mind, X.HG5.2.28.
Spanish (DGE)
I 1alzar, elevar por encima de c. ac. y gen. κάρα βυθῶν S.OT 23
•c. solo ac. ayudar a incorporarse δέμας E.Or.218, τὴν δεξιάν levantar la mano derecha Aristaenet.1.4.18, ἑαυτὸν εἰς τὴν ἀνάβασιν para montar a caballo, X.Eq.7.2, τὸ σφαιρίον εἰς τὸν ἀέρα Hero Spir.2.6, τὴν κεφαλήν Philostr.VA 2.36, δίκτυα Nonn.D.16.86, θώρηκα Nonn.D.37.477, en v. med. mismo sent. σεαυτὸν ἀνακουφιζόμενον PMag.4.540
•fig. πρὸς τὰ βελτίονα ἀ. αὐτόν subirse al mejor (platillo de la balanza), Plu.2.469c, τῇ ἀρετῇ ἀνακουφιζόμενος εἰς τὰ ἐπουράνια Nil.M.79.304D.
2 hacer ligero, hinchar ἀὴρ ἀνακουφίζει (τὸν ἀσκόν) Arist.Pr.939a35, cf. POxy.44.14 (I a.C.)
•fig. aligerar τοὺς πόνους Iambl.Protr.20
•en v. med.-pas. sentirse ligero o aligerado ἀνεκουφίσθην δέμας E.Hipp.1392, ἀνακουφίζεσθαι τῆς λύπης Thphr.Sens.45, mentalmente, X.HG 5.2.28.
II mover ligeramente del viento (αἰγείρου κάρα) S.Fr.23, cf. Heph.Astr.2.1.34.
III sustraer, restar ἀνακουφισάντων δὲ ἡμῶν ταύτας (sc. ὥρας) ἀπὸ τὴς γενεθλίου ἡμέρας Cat.Cod.Astr.8(1).146.
German (Pape)
[Seite 193] 1) emporheben, κάρα βυθῶν Soph. O. R. 25; δέμας Eur. Or. 218; πρὸς τὰ τείχη, auf die Mauer, Plut. Sert. 14; ἑαυτόν, sich hinauf schwingen, Xen. equ. 7, 2. – 2) erleichtern; pass., sich erleichtert fühlen, ἀνεκουφίσθην δέμας Eur. Hipp. 1392; wieder Hoffnung schöpfen, Xen. Hell. 5, 2, 19.
French (Bailly abrégé)
soulever légèrement ; Pass. être ou se sentir soulagé ; fig. être transporté d'espérance.
Étymologie: ἀνά, κουφίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνακουφίζω:
1 поднимать (κάρα βυθῶν Soph.; δέμας τινός Eur.; τινὰ πρὸς τὰ τείχη Plut.): ἀ. ἑαυτὸν εἰς τὴν ἀνάβασιν Xen. вскакивать на лошадь;
2 (о воздухе), держать на поверхности (τὸν ἀσκόν Arst.);
3 pass. (тж. act. ἀ. ἑαυτόν Plut.) чувствовать облегчение: ἀνεκουφίσθην δέμας Eur. мне легче; ἀκούσας ταῦτα ἀνεκουφίσθη Xen. услышав это, он воспрянул духом.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακουφίζω: αἴρω τι ἄνω, ἐγείρω, σηκώνω ἐπάνω, Σοφ. Ἀποσπ. 24· ἀν. δέμας Εὐρ. Ὀρ. 218· ἐπὶ ἱππέως καθ’ ἣν στιγμὴν ἀναβαίνει ἐπὶ τὸν ἵππον, ἐπειδὰν δὲ ἀνακουφίσῃ ἑαυτὸν εἰς τὴν ἀνάβασιν, ὅταν μετεωρίσῃ τὸ ἑαυτοῦ σῶμα ὅπως ἀναβῇ, Ξεν. Ἱπ. 7. 2· κατὰ μεταφορὰν ἀπὸ τοῦ πλοίου, ἀνακουφίσαι κάρα βυθῶν Σοφ. Ο. Τ. 23· ὁ ἀήρ ἀνακουφ. τὸν ἀσκὸν Ἀριστ. Προβλ. 25. 13: - Παθ., αἰσθάνομαι ὅτι ἐγενόμην ἐλαφρότερος ἢ ὅτι ἀνεγείρομαι, ἀνεκουφίσθην δέμας Εὐρ. Ἱππ. 1392· διεγείρεται τὸ πνεῦμά μου, ὡς τὸ ἀναπτεροῦμαι, ἀκούσας δὲ ταῦτα ὁ Φοιβίδας ἀνεκουφίσθη, «ἐπῆραν τὰ μυαλά του ἀέρα», Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 28.
Greek Monolingual
(Α ἀνακουφίζω)
1. λιγοστεύω το βάρος κάποιου πράγματος, ελαφρώνω, ξαλαφρώνω
2. σηκώνω, ανασηκώνω
νεοελλ.
Ι. ενεργ.
1. ελαφρώνω κάποιον από τα βάρη του, τις υποχρεώσεις ή τις οικονομικές δυσχέρειες, συντρέχω, βοηθώ, ενισχύω
2. απαλλάσσω κάποιον από σωματικούς ή ψυχικούς πόνους, καταπραΰνω
ΙΙ. μέσ.
1. απαλλάσσομαι από τα βάρη μου, ξαλαφρώνω
2. αποπατώ
αρχ.
1. αισθάνομαι ότι γίνομαι ελαφρότερος, αλαφρώνω
2. αναπτερώνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + κουφίζω «αισθάνομαι ανακούφιση, ξαλάφρωμα».
ΠΑΡ. ανακούφισις(-η), ανακούφισμα
νεοελλ.
ανακουφισμός, ανακουφιστήριο, ανακουφιστής, ανακουφιστικός].
Greek Monotonic
ἀνακουφίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ, εγείρω, σηκώνω, σε Ευρ.· λέγεται για πλοίο, ἀν. κάρα βυθῶν, σε Σοφ. — Παθ., ανασηκώνομαι ή γίνομαι ελαφρύτερος, αόρ. αʹ ἀνεκουφίσθην, σε Ευρ.· διεγείρομαι στο πνεύμα, σε Ξεν.
Middle Liddell
to lift up, Eur.; of a ship, ἀν. κάρα Soph.:—Pass. to be lifted up or lightened, aor1 ἀνεκουφίσθην Eur.: to rise in spirits, Xen.
Léxico de magia
en v. med. levitar ἕλκε ἀπὸ τῶν ἀκτίνων πνεῦμα γʹ ἀνασπῶν, ... καὶ ὄψῃ σεαυτὸν ἀνακουφιζόμενον extrae aliento de sus rayos aspirando tres veces y te verás levitando P IV 539