ἐντεροειδής

Revision as of 20:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ές,

   A like intestines, Arist.HA508b11.

Greek (Liddell-Scott)

ἐντεροειδής: -ές, ὅμοιος ἐντέρῳ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 17, 35, Κραμήρου Ἀν. Ὀξ. τ. 3. σ. 85, 14.

Spanish (DGE)

-ές
parecido a un intestino (κοιλία) ἐ. estómago, parecido a un intestino de ciertos peces, Arist.HA 508b11.

Greek Monolingual

-ές (Α ἐντεροειδής, -ές)
όμοιος με έντερο.

Russian (Dvoretsky)

ἐντεροειδής: имеющий форму кишок (κοιλία Arst.).