ἀπαέξομαι

Revision as of 06:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

poet. for ἀπαυξάνομαι,

   A grow out of, Semon.7.85; plpf. ἀπηέξηντο Q.S.14.198 (dub.).

German (Pape)

[Seite 274] abwachsen, ἀπηέξηντο, die Zweige wuchsen vom Baume ab, Qu. Sm. 14, 198.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαέξομαι: ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἀπαυξάνομαι, θάλλει δ’ ὑπ’ αὐτῆς κἀπαέξεται βίος Σιμωνίδ. Ἀμοργ. 7. 85· ὑπερσυντ. ἀπηέξηντο, Κόϊντ. Σμ. 14. 198.

Spanish (DGE)

aumentar ὑπ' αὐτῆς κἀπαέξεται βίος Semon.8.85.

Greek Monolingual

ἀπαέξομαι (Α) αέξομαι
αναπτύσσομαι.