ἔνλιθος

Revision as of 07:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)

English (LSJ)

ον,

   A adorned with jewels, μασχαλιστήρ CPR22.5 (ii A.D.).

Greek Monolingual

ἔνλιθος, -ον (Α) λίθος
(για κοσμήματα) διακοσμημένος με πολύτιμους λίθους («μασχαλιστὴρ ἔνλιθος», πάπ.).