ἔνλιθος
From LSJ
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
English (LSJ)
ἔνλιθον, adorned with jewels, μασχαλιστήρ CPR22.5 (ii A.D.).
Greek Monolingual
ἔνλιθος, -ον (Α) λίθος
(για κοσμήματα) διακοσμημένος με πολύτιμους λίθους («μασχαλιστὴρ ἔνλιθος», πάπ.).