ἐντεροπώλης
English (LSJ)
ου, ὁ,
A tripe-seller, AB379.
German (Pape)
[Seite 855] ὁ, der mit Eingeweiden, mit Wurst handelt, VLL. Erkl. von ἀλλαντοπ.
Greek (Liddell-Scott)
ἐντεροπώλης: -ου, ὁ, ὁ πωλῶν ἔντερα ἢ ἐν γένει ἐντόσθια, ἐν τοῖς Α. Β. 379, 10, τὸ ἀλλαντοπώλης ἑρμηνεύεται ἐντεροπώλης· ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας ἐντεροπράτης ᾰ, ου, ὁ, «ἀλλᾶς εἶδος ἐντέρου κατεσκευασμένου, καὶ ἀλλαντοπώλης ὁ ἐντεροπράτης» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 155.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ vendedor de tripas, tripicallero, AB 379.