ἐντεροπώλης

Revision as of 12:07, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_15)

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A tripe-seller, AB379.

German (Pape)

[Seite 855] ὁ, der mit Eingeweiden, mit Wurst handelt, VLL. Erkl. von ἀλλαντοπ.

Greek (Liddell-Scott)

ἐντεροπώλης: -ου, ὁ, ὁ πωλῶν ἔντερα ἢ ἐν γένει ἐντόσθια, ἐν τοῖς Α. Β. 379, 10, τὸ ἀλλαντοπώλης ἑρμηνεύεται ἐντεροπώλης· ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας ἐντεροπράτης ᾰ, ου, ὁ, «ἀλλᾶς εἶδος ἐντέρου κατεσκευασμένου, καὶ ἀλλαντοπώλης ὁ ἐντεροπράτης» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 155.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ vendedor de tripas, tripicallero, AB 379.