ὀκτασκελής

Revision as of 12:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)

English (LSJ)

ές,

   A eight-legged, ἐπίδεσμος Heliod. ap. Orib.48.21.1, cf. Gal.18(1).774.

German (Pape)

[Seite 317] ές, achtfüßig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὀκτασκελής: -ές, ὁ, ἔχων ὀκτὼ σκέλη, Chirurg. Cocch. σ. 24.

Greek Monolingual

ὀκτασκελής, -ές (Α)
αυτός που έχει οκτώ σκέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + -σκελής (< σκέλος), πρβλ. τετρα-σκελής].