ὀκτασκελής
From LSJ
Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance
English (LSJ)
ὀκτασκελές, eight-legged, ἐπίδεσμος Heliod. ap. Orib.48.21.1, cf. Gal.18(1).774.
German (Pape)
[Seite 317] ές, achtfüßig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὀκτασκελής: -ές, ὁ, ἔχων ὀκτὼ σκέλη, Chirurg. Cocch. σ. 24.
Greek Monolingual
ὀκτασκελής, -ές (Α)
αυτός που έχει οκτώ σκέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + -σκελής (< σκέλος), πρβλ. τετρασκελής].