ὀκτασκελής

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀκτασκελής Medium diacritics: ὀκτασκελής Low diacritics: οκτασκελής Capitals: ΟΚΤΑΣΚΕΛΗΣ
Transliteration A: oktaskelḗs Transliteration B: oktaskelēs Transliteration C: oktaskelis Beta Code: o)ktaskelh/s

English (LSJ)

ὀκτασκελές, eight-legged, ἐπίδεσμος Heliod. ap. Orib.48.21.1, cf. Gal.18(1).774.

German (Pape)

[Seite 317] ές, achtfüßig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὀκτασκελής: -ές, ὁ, ἔχων ὀκτὼ σκέλη, Chirurg. Cocch. σ. 24.

Greek Monolingual

ὀκτασκελής, -ές (Α)
αυτός που έχει οκτώ σκέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + -σκελής (< σκέλος), πρβλ. τετρασκελής].