ἐναλίσκομαι

Revision as of 14:25, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A to be convicted in, ᾠκοδόμηται τὰ δικαστήρια τοῖς πονηροῖς -ίσκεσθαι Lib.Decl.16.28; ἐναλόντα· συλληφθέντα, κρατηθέντα, Hsch.

Greek Monolingual

ἐναλίσκομαι (Α)
καταδικάζομαι, φυλακίζομαι εξαιτίας ποινής.