ψευδωνύμως
From LSJ
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
French (Bailly abrégé)
adv.
faussement.
Étymologie: ψευδώνυμος.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
επίρρ. βλ. ψευδώνυμος.
Russian (Dvoretsky)
ψευδωνύμως: (νῠ) ложным именем: ψ. σε Προμηθέα καλοῦσιν Aesch. напрасно именуют тебя Прометеем.