ψευδωνύμως

From LSJ
Revision as of 06:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source

French (Bailly abrégé)

adv.
faussement.
Étymologie: ψευδώνυμος.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
επίρρ. βλ. ψευδώνυμος.

Russian (Dvoretsky)

ψευδωνύμως: (νῠ) ложным именем: ψ. σε Προμηθέα καλοῦσιν Aesch. напрасно именуют тебя Прометеем.