ψυχρῶς
From LSJ
Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
French (Bailly abrégé)
adv.
froidement.
Étymologie: ψυχρός.
Russian (Dvoretsky)
ψυχρῶς: холодно, бесчувственно, равнодушно (ποιεῖν Arph.; λέγειν Plat.; χρῆσθαί τινι Plut.).