τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαιρόμενος → judge of the unknown by the known
adv.
utilement, d’une manière avantageuse.
Étymologie: χρήσιμος.
ΝΜΑ, και χρήσιμα Ν
βλ. χρήσιμος.
χρησίμως: полезно, выгодно: χ. ἔχειν Thuc., Xen. быть полезным; χ. τινί Thuc. с пользой для кого-л.; τὰ χ. λεγόμενα Plut. полезные слова.