πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
part. pf. de ἐνίστημι ; t. de gramm. ὁ ἐνεστώς (χρόνος) le présent.
ἐνεστώς: part. pf. к ἐνιστημι.