ἀφ' ἡμέρας γίνεσθαι ἐν τῷ Μουσείῳ → in the Museum from early in the day
Κρήσιος: -α, -ον, καὶ Κρῆσσα, ἴδε ἐν λέξ. Κρής.
α, ον :de Crète, crétois.Étymologie: Κρήτη.
Κρήσιος: -α, -ον, Κρῆσσα, βλ. Κρής.
Κρήσιος: критский Soph., Eur.