δίκην
From LSJ
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
adv.
v. δίκη.
(AM δίκην)
επίρρ. βλ. δίκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. δίκη.
δίκην: дор. δίκαν (ῐ) в знач. praep. cum gen. по обычаю, наподобие: δ. ἀγγέλου Aesch. словно вестник; λύκοιο δ. Pind. по-волчьи; δ. ὄρνιθος Plat. по-птичьи.