κλεῖτος

Revision as of 14:25, 8 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "———————— " to "<br />")

English (LSJ)

(A), εος, τό, poet. for κλέος, Alcm.96, cf. Hsch.

   A s.v. κλειτή; κλῆτος, Suid.
κλεῖτος (B), εος, τό, = sq., pl.

   A κλείτεα A.R.1.599 cod. Laur. (v.l. κλίτεα): elsewh. κλίτος (q.v.).

German (Pape)

[Seite 1448] τό, Ruhm, Alcm. fr. 85 Bergk.

Greek (Liddell-Scott)

κλεῖτος: τό, ποιητ. ἀντὶ τοῦ κλέος, Ἀλκμὰν 85, πρβλ. Ἡσύχ.· παρὰ Σουΐδ. κλῆτος.

Greek Monolingual

(I)
κλεῑτος, τὸ (Α) κλειτός (Ι)]
(στο λεξ. Σούδα: κλῆτος) ποιητ. τ. αντί κλέος.
(II)
κλεῑτος, και κλίτος, τὸ (Α)
στον πληθ. κλείτεα
κλειτύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνω. Η λ. εμφανίζει την απαθή βαθμίδα κλει- της ρίζας].