κρυπτήρ

Revision as of 07:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, = sq., τόποι Sch.Opp.H.3.235.

Greek Monolingual

κρυπτήρ, -ῆρος, ὁ (Α) κρύπτω
κρυπτήριος, κατάλληλος για απόκρυψη, για να κρυφτεί κάποιος ή κάτι («κρυπτήρες τόποι», Σχολ. στον Οππ. Αλ.).