νεκροί, Hsch.
κρύβες (Α)(κατά τον Ησύχ.) νεκροί.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρυβ-, άλλη μορφή του θ. κρυπτ- του κρύπτω, που εμφανίζει ηχηρό χειλικό -β- αναλογικά προς το επίρρ. κρύβδην].