κρύβες

Revision as of 07:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

English (LSJ)

νεκροί, Hsch.

Greek Monolingual

κρύβες (Α)
(κατά τον Ησύχ.) νεκροί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρυβ-, άλλη μορφή του θ. κρυπτ- του κρύπτω, που εμφανίζει ηχηρό χειλικό -β- αναλογικά προς το επίρρ. κρύβδην].